ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΜΑΣ

Ένας λαογράφος στην Στράτσιανη 1981


 

                     Ένας λαογράφος στην Στράτσιανη 1981

 

Ἐπιμέλεια: Χ. Γ Γκοῦτος

 

 

 

ἐρευνητὴς τοῦ Κέντρου Λαογραφίας τῆς καδημίας Ἀθηνῶν Ἐλευθέριος Ἀλεξάκης ἐπισκέφθηκε τὴν Στράτσιανη (Πύργο) ἀπὸ 25 μέχρι 29.8.1981 καὶ κα- τέγραψε ἀφ’ ἑνὸς τὶς λαογραφικὲς πληροφορίες ποὺ συνέλεξε στὸ χωριὸ καὶ ἀφ’ ἑτέρου τὰ περιστατικὰ τῆς διαβίωσής του σ’ αὐτό. Μεταφέρει ἐδω τὰ κυριότερα ἀπ τ περιστατικά αὐτά. Ὅπως τ ἀφηγεῖται στ βιβλίο του «Ἤπειρος. Ἐθνογραφικ ἡμερολόγιο (1981-1983)», (ἐκδ. Δωδώνη, 2007, σελ. 39-57). Ἐπισκέφθηκε τότε καὶ τὴν Καλλιθέα, τὴν Κόνιτσα, τὴν ξοχή, τὴν Καστάνιανη καὶ τὴ Φούρκα 



To χωριό Στράτσανη βρίσκεται σε υψόμετρο 940 μ. Φτάσαμε στο χωριό γύρω στις 3 και 30'. Ρώτησα για τον πρόεδρο και μου είπαν ότι είναι στην Αθήνα. Ήταν άρρωστος. Ρώτησα για το γραμματέα και ένα παιδί πήγε στο μεγάφωνο που είχαν και τον φώναξε. Ήρθε. Ήταν ένα νέο παιδί. Διατηρούσε ένα καφενείο - μπαρ και δούλευε και σαν γραμματέας. Τον ρώτησα για ξενώνα, μου είπε πως υπήρχε. Ως προς το φαγητό, ό,τι υπήρχε στο καφενείο. Το χωριό είχε κι άλλο ένα καφενείο. Φώναξε τον υπεύθυνο του ξενώνα, (200 δρχ. το κρεβάτι),Πήγα τα πράγματα και τακτοποιήθηκα. Ο ξενώνας αυτός είναι ένα καινούριο κτίριο που κτίστηκε με δαπάνες ενός ομογενούς, μετανάστη. Το φροντιζει ο Εκπολιτιστικός Σύλλογος του χωριού και χρησιμεύει και για κατάλυμα των κυνηγών το χειμώνα.


Βγήκα έξω στο χωριό. Έκανα μια βόλτα. Βρήκα κάτι παιδιά. Είχαν έρθει για το καλοκαίρι από την Αθήνα, Γιάν νενα, Κόνιτσα. Μέναν με τους γονείς τους εδώ ή με τους παππούδες τους. Ρώτησα μήπως υπήρχαν σπίτια με παραστάσεις ανάγλυφες. Με οδήγησαν σε ένα σπίτι που άνηκε σε κάποιον Ταμπάκη. Είχε τόξο η πόρτα και διάφορες παραστάσεις ανάγλυφες. Η πόρτα ήταν ξύλινη, βαριά με διάφορες σκαλισμένες παραστάσεις. Γύρισα το χωριό. Και σε άλλα σπίτια υπήρχαν παραστάσεις κεφαλών λιονταριών κλπ. Τα σπίτια ήταν πέτρινα δίπατα, τα παλιότερα είχαν πάνω πλάκες και τα νεότερα αντί για κεραμίδια τσίγκους (λαμαρίνες). Ακόμα κι ένα που έχτιζαν τώρα είχε λαμαρίνα κίτρινη (μίνιο;). Οι δρόμοι στενός, μερικοί με καλντερίμι. Υπήρχαν δύο εκκλησίες η Αγία Παρασκευή και ο Άγιος Γεώργιος

Σχολείο υπήρχε αλλά, όπως άκουσα έκλεισε, γιαιί δεν είχε παιδιά. Η Στράτσανη ήταν μαστοροχώρι. Παλιά κατοικούνταν αποκλειστικά από χτιστάδες που γύριζαν όλη την Ελλάδα, μέχρι την Αφρική είχαν φτάσει. Μετά τη βόλτα στο χωριό πήγα στο καφέ-μπαρ. Με κέρασαν τσίπουρο. Στις 6 πήγα στο καφενείο το άλλο, όπου συχνάζουν οι ηλικιωμένοι. Από τις πρώτες πληροφορίες για την κοινωνική οργάνωση φαίνεται ότι κι αυτό το χωριό ήταν χωρισμένο σε μαχαλάδες απομακρυσμένους, που άγνωστο πότε συνενώθηκαν σε ένα χωριό. Οι κά- τοικοι πιστεύουν ότι οι τρεις βασικοί μαχαλάδες Άη Νικόλας, Άη Μηνάς και Άη Δημήτρης έδωσαν και τις οικογενειακές γιορτές που γίνονται κάθε χρόνο. Δηλαδή κάθε οικογένεια έφερε από εκεί και τη δική της γιορτή. Πρέπει να παρατηρήσουμε όμως ότι περισσότερες οικογένειες (επώνυμα-γενιές) είχαν την ίδια γιορτή και τούτο σημαίνει μάλλον σαν ομάδα οι οικογένειες - γενιές αποτελούσαν ένα γένος. Δηλαδή θα υπήρχαν τρία βασικά γένη και καθένα με μια εκκλησία, νεκροταφείο και ξεχωριστό μαχαλά που μαζεύτηκαν αργότερα υψηλότερα. Σε δυο γενεαλογίες που πήρα παρατήρησα ότι ο γάμος σχεδόν 100% γινόταν μεσ’ στο χωριό, δηλαδή το χωριό ήταν μέχρι τελευταία ενδογαμικό. Επίσης στην πρώτη γενεαλογία με οικογενειακή γιορτή του Άγιου Νικολάου δεν είχε γίνει γάμος μέσα στην ομάδα, που γιόρταζε την κοινή γιορτή, ενώ στην άλλη με

γιορτή του Αγίου Δημητρίου είχε γίνει. Μου δήλωσαν ότι η κοινή γιορτή δεν είναι εμπόδιο για γάμο και μόνο οι βαθμοί συγγένειας έπαιζαν ρόλο. Φαίνεται ότι τα γένη θα ήταν από πολύ νωρίς ενδογαμικά.

Η οικογένεια μπορούσε να φτάσει μέχρι 27 άτομα (περίπτωση Ταμπακαίων). Υπήρχε αυστηρή ιεραρχία σαυτή, αν και έλειπαν όροι συγγένειας για τα μεγαλύτερα αδέλφια. Κάποια σλάβικη και αρβανίτικη επίδραση φαίνεται με τους όρους: κάκω = θεία, κουσουρής = ξάδερφος και από την κατάληξη -άτες, -άτι- κα στα επώνυμα, π. χ. Ταμπακάτες, Ταμπακάτικα. Ο σώγαμπρος, μπορούσε να συμβεί, αν ήταν από αδύνατη οικογένεια, να πάρει το επώνυμο της γυναίκας του. Μου αναφέρθηκαν 2-3 περιπτώσεις. Όλα αυτά τα στοιχεία δείχνουν ότι έχουμε μπροστά μας ένα χωριό, όπου κάποτε επικρατούσε η διευρυμένη οικογένεια του τύπου zadruga . Οι συνυφάδες έμεναν, όχι μόνο μαζί, αλλά υπήρχε αυστηρή ιεραρχία και πειθαρχία της μικρότερης προς τη μεγαλύτερη. Αναφέρθηκαν περιπτώσεις οικογενειών 10,18,27 ατόμων Περίπτωση οικογενειας με 10 άτομα μέχρι το 1940,όποτε χώρισαν.

Για <<εξαγορά της νύφης>> δεν είχαν ιδέα Όμως ο γαμπρός είχε υποχρέωση να δωρίσει στον πεθερό και στην πεθερά από ένα ζευγάρι παπούτσια. Απουσίαζε δηλ. το αγριλίκι σε χρήμα. Όμως και η προίκα δεν συνηθιζόταν, παρά μόνο τελευταία.Η γυναίκα έπαιρνε μόνο την κασέλα με τον ρουχισμό της. Εξάλλου δεν είχε κληρονομικά δικαιώματα στην πατρική περιουσία.

Μετά τη συγκέντρωση αυτών των πληροφοριών πήγα για φαγητό. ΄Εφαγα κονσέρβα ψάρι και ντομάτα σαλάτα, χωρίς ψωμί, γιατί δεν είχε το μαγαζί. Πλήρωσα 35 δραχμές. Η νύχτα είχε αρχίσει να κάνει τσουχτερό κρύο. Γύρισα στον ξενώνα. ΄Εγραψα μέχρι τις 12. Ύστερα έπεσα για ύπνο. Τη νύχτα ο αέρας φυσούσε τόσο δυνατά που νόμιζε κανείς ότι ήταν χειμώνας.


Στις 10 και 30' βγήκα έξω. Έβαλα ακόμα μια μπλούζα εσωτερική αλλά κρύωνα. Πήγα στο καφέ-μπαρ και ήπια καφέ. Ο γραμματέας έλειπε και μου έφτιαξε τον καφέ η μητέρα του. Αρκετά ομιλητικές αυτές οι Ηπειρώτισσες! Πήγα μετά στο άλλο καφενείο. Πήρα μία γενεαλογία ακόμα. Ήθελα να βρω το γραμματέα να μου ανοίξει το γραφείο να’δω τα δημοτολόγια. Το θερμόμετρο στο χωριό [στην πλατεία] έδειχνε 15 βαθμούς όπως είπε κάποιος.

Οι γυναίκες μεταφέρουν κλαδιά στην πλάτη τους (τρεις περιπτώσεις). Δύο άλλες γυναίκες σε μια οικοδομή έφτιαχναν πηλάσβεστο με τσιμέντο.

Γύρισα ξανά στο καφέ-μπαρ. Βρήκα το γραμματέα. Πήγαμε μαζί στο κοινοτικό γραφείο. Αντέγραψα γύρω στις 120 οικογενειακές μερίδες και σχεδόν όλα τα επώνυμα. Πράγματι ελάχιστοι γάμοι έχουν γίνει έξω από το χωριό. Μια περίπτωση γάμου στο ίδιο επώνυμο βρέθηκε και αφορούσε την οικογένεια Κέκου. Επίσης μια άλλη όπου τα παιδιά πήραν το επώνυμο της μητέρας τους


  Στη 1 και 30' για φαγητό στο καφέ- μπαρ. Ο γραμματέας μου είχε φέρει από το σπίτι φέτα ψάρι τηγανισμένο, λίγη τυρόπιτα και σαλάτα ντομάτα. Έφαγα καλά και πλήρωσα 100 δρχ. Πριν πάω αγόρασα από ένα αυτοκίνητο 1 κιλό ροδάκινα.

Ο γραμματέας μου εκμυστηρεύτηκε ότι δεν είχε σκοπό να κάτσει για πολύ. Αλλωστε ήταν στη θέση αυτή μόνο τρεις μήνες, γιατί τον πλήρωσαν μόνο 6000 δρχ. το μήνα, επειδή η κοινότητα δεν είχε πόρους και ότι είχε σκοπό μάλλον να πάει στην Αθήνα. Ήταν νέος και οπωσδήποτε κάτι θα μπορούσε να κάνει εκεί. Μετά το φαγητό γύρισα στο χωριό και τράβηξα πολλές φωτογραφίες, κυρίως σπιτιών και ανάγλυφων παραστάσεων. Το απόγευμα στο καφενείο θα ζητούσα πληροφορίες για τους μαστόρους και τη συνθηματική τους γλώσσα. Φρόντισα επίσης να κάνω και τις πρώτες κρούσεις για ηχογραφήσεις. Μάλλον γυναίκες θα τραγουδούσαν. Μου είπαν πως μερικές ήξεραν παλιά τραγούδια.

Βγήκα κατά τις 6 στο δρόμο. Συνάντησα ένα αγόρι που μου είπε να πάω στη γιαγιά του και να μου πει πολλά παλιά έθιμα που θυμόταν. Σκέφτηκα και αποφάσισα να πάω. Πήγαμε μαζί. Ήταν μια γερόντισσα 82 χρονώ, κόρη δασκάλου που είχαν δηλητηριάσει οι Βλάχοι στο


Δίστρατο, όταν πήγε με εντολή της Μητρόπολης να τους καταργήσει τα ρουμανικά σχολεία. Τη ρώτησα για το γάμο, για το παιδί κλπ. Ήταν και ο γιος της εκεί (παντρεμένος με παιδί) κι αυτός θυ- μόταν αρκετά. * Με ρώτησαν αν είχα φάει να μου βάλουν φαγητό. Τους είπα ότι είχα φάει. Με κέρασαν καφέ. Ύστερα μου πρόσφεραν και σταφύλια. Συγκέντρωσα αρκετά στοιχεία. Συμφώνησα την άλλη μέρα να έρθω να φωτογραφήσω το σεντούκι που είχε πάρει στο γάμο της η νύφη της.

Στη συνέχεια πήγα στο καφενείο των γερόντων. Ρώτησα αρκετές λέξεις από τη συνθηματική γλώσσα των χτιστάδων (κουδαρίτικα) καθώς και τον τρόπο που ταξίδευαν και δούλευαν τα μπουλούκια και οι παρέες. Κατά τις εννιά επιστροφή στο καφέ-μπαρ. Φαγητό ζαμπόν (κονσέρβα) και ντοματοσαλάτα. Μια παρέα με κέρασε μπύρα. Ήπια περισσότερη από τη μισή. Επιστροφή στον ξενώνα, γράψιμο  καθαρά και ύπνος  κατά  τις 12.4


Το πρωί εγερτήριο στις 8 παρά 20'. Με πήρε ο ύπνος λίγο. Φαίνεται ότι έχω αρχίσει να κουράζομαι. Άλλωστε χθες το απόγευμα αισθάνθηκα για πρώτη φορά, όπως μου συμβαίνει στις αποστολές, αυτό το αίσθημα της φυγής, τη νοσταλγία και τη μελαγχολία που τη συνόδευαν. Αισθάνομαι δηλ. σαν στρατιώτης και θέλω να γυρίσω στο σπίτι μου. Έγραψα ως τις 10 %. Μετά φορτώθηκα το μαγνητόφωνο και ανέβηκα πάνω.


Πήγα σεκείνη τη γιαγιά (Αγαθή Τσάνου λέγεται). Ο γιος της μαστόρευε μέσα στο σπίτι, έφκιανε τις ντουλάπες. Φωτογράφησα με το φλας την κασέλα, που ήταν σκαλιστή και ζωγραφισμένη με ήλιους [φεγγάρια] και λουλούδια. Είχε και το όνομα της νύφης Όλγα Κοσκινά και χρονολογία 1954. Μου έκαναν καφέ. Ρώτησα τη γερόντισσα για τη λαϊκή λατρεία, θυμόταν αρκετά αλλά και πολλά της διαφεύγανε. Διερωτήθηκα αν ήταν ο κατάλληλος πληροφορητής. Ύστερα την έβαλα στο μαγνητόφωνο και μου τραγούδησε μερικά τραγούδια του γάμου καθώς και το τραγούδι του Καρούση που σκότωσαν οι τσιφλικάδες στο χωριό. Μετά ήρθε και μια άλλη γερόν- τισσα και κάθισε εκεί. Της είπα να πει κάτι κι αυτή. Όμως ήταν δύσκολη. «Δεν ξέρω» είπε, «έχω δουλειά». Κι εγώ έχω δουλειά της είπα και ήρθα πάνω στα βουνά. «Εσύ θα πάρεις γρόσια» μου είπε. Η πρώτη γερόντισσα άρχισε να κουράζεται (ή να μαζεύεται, όταν είδε τη συμπεριφορά της δεύτερης). Μου είπε,

«αρκετά είπα!» Ρώτησα για άλλους τραγουδιστές. Μου έδωσαν μερικές πληρο- φορίες. Ήρθα κάτω στο καφέ- μπαρ. Το παιδί (ο γραμματέας) θα έφευγε για την Κόνιτσα, να πάρει πράγματα. Πήγα στο άλλο καφενείο. Ζήτησα από τον καφετζή κάτι [για φαγητό]. Μου είπε για κονσέρβα. Διάλεξα μια με σαρδέλες, ζήτησα και μια σαλάτα.

Πήγα στις γυναίκες. Ήταν μαζεμένες σε ένα στενό μπροστά στις πόρτες και

  συζητούσαν, ενώ άλλες έπλεκαν. Σιγά- σιγά επείσθηκαν να τραγουδήσουν. Αρχικά τραγούδησαν δύο μαζί και μετά περισσότερες ομαδικά (χορωδία). Η ηχογράφηση διακόπηκε όταν ήρθε ο ταχυδρόμος και έπρεπε να πάνε αυτές να πληρώσουν τη ΔΕΗ. Τους είπα ότι θα έρθω και αύριο το πρωί. Μου είπαν ότι το πρωί πήγαιναν για κλαριά. Πραγματικά κάθε πρωί οι περισσότερες γυναίκες πήγαιναν έξω από το χωριό και γύριζαν κατά το μεσημέρι με το γαϊδαρο φορτωμένο κλαδιά αγριοβελανιδιάς (τη λένε δέντρο εδώ) κι αυτές με ένα μεγα λο δεμάτι (δεμένο με σκοινί) στην πλάτη και μπροστά στο στήθος, σέρνοντας και την κατσίκα τους. Γενικά, εδώ οι γυναίκες, μάλιστα της μέσης και περασμένης ηλικίας φαίνονται πιο δραστήριες από τους άντρες, που κάθονται στο καφενείο (εδώ άλλωστε οι γυναίκες δεν πατούν, όπως δεν κυκλοφορούν και στην πλατεία). Τα μικρότερα κορίτσια έρχονται να ψωνίσουν στο καφενείο και γενικά κινούνται πιο ελεύθερα. Χθες το μεσημέρι μάλιστα δύο μικρά κορίτσια 9-10 χρονώ μπήκαν σχεδόν μέσα στον ξενώνα, στο διάδρομο, έτσι από περιέργεια, για να δουν. Εκείνη την ώρα έβγαινα έξω και χαμογελώντας, τους είπα να φύγουν κι αυτά. Τα κορίτσια και γενικά οι νέες γυ- ναίκες στη Στράτσανη, όσες τουλάχιστον κατάγονται από εδώ και είδα στο χωριό, είναι νόστιμες και μάλλον όμορφες συνήθως ξανθιές ή καστανές. Μετά όμως από μια ορισμένη ηλικία γερνούν από-

τομα, φαντάζομαι από τη σκληρή δουλειά και έκθεση του προσώπου στον ήλιο και στο δυνατό αέρα, που φυσάει στην περιοχή. Φεύγοντας, [είδα] σε μια άλλη πόρτα δυο συνυφάδες έπλεκαν, είχαν ακούσει ότι έκανα ηχογράφηση και έδειξαν ενδιαφέρον. Τις ερώτησα αν θέλουν να μου πουν κανένα τραγούδι. Δέχτηκαν. Οι δύο αυτές γυναίκες ζούσαν στο ίδιο νοικοκυριό μέχρι το 1943. Ήταν 8 άτομα, δύο ζευγάρια και δύο παιδιά το κάθε ζευγάρι. Είχε λίγη ψύχρα το βράδυ έξω. Αισθανόμουνα ότι τα ρού- χα μου δεν ήταν αρκετά. Αφησα τις γυναίκες που με προσφωνούσαν «καμάρι», όπως φωνάζουν και τα παιδιά. Στην πραγματικότητα θα μπορούσα λόγω ηλικίας να ήμουν γιος τους.

Πήγα στον ξενώνα. Άφησα το μαγνητόφωνο και γύρισα στο καφενείο. Ζήτησα από τον ιερέα να μου δώσει πληροφορίες για κάθε οικογένεια, ποιον άγιο γιόρταζε. Πήγαινε και σήκωνε ύψωμα την ημέρα της γιορτής και έπρεπε να ξέρει καλά. Συμπλήρωσα ένα κατάλογο με τα επώνυμα και τις γιορτές. Τον ρώτησα αν συνεχίζονται, όπως παλιά, οι γιορτές και μου είπε ότι συνεχίζονται μόνο που εγκαταλείφθηκαν τα τραπέζια.

Σηκώθηκα το πρωί. Ετοιμάστηκα. Έγραψα ως 10 και 30' και τακτοποίησα τις χειρόγραφες σημειώσεις μου. Μετά βγήκα έξω. Τράβηξα ψηλά για τα εξωκλήσια. Πρώτα, μη ξέροντας ακρι- βώς, κατευθύνθηκα σε ένα ύψωμα δεξιά. Υπήρχε εκεί ένα εικονοστάσι του


Αγίου Φανουρίου και λίγο πιο ψηλά δεξιά το εκκλησάκι των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης. Κατέβηκα πιο κάτω και ανέβηκα αριστερά. Το έδαφος σχεδόν όλο κατολισθήσεις ήταν, και γεμάτο με- γάλα, θεόρατα βράχια. Το χωριό έμοιαζε απλωμένο και φαίνεται ότι ήταν κτισμένο πάνω σε ένα πλάτωμα που έκανε η λαγκαδιά. Το εκκλησάκι του Αγίου Δημητρίου ήταν επισκευασμένο. Φαινόταν ακαθόριστης χρονολογίας μετά τις προσθήκες που του έκαναν (τσίγκο στη στέγη, ξύλινη οροφή, καινούριο τέμπλο). Φαίνεται ότι παλιότερα το εκκλησάκι θα είχε περίβολο που οι πέτρες του κείτονταν κάτω. Μόνο παλιό στοιχείο στo εκκλησάκι ήταν, πίσω στο ιερό, η στέγη με πλάκες καθώς και δυο - τρεις παλιές ξύλινες εικόνες (μεταβυζαντινές ασφαλώς) που ίσως προέρχονταν από το παλιότερο τέμπλο. Στη συνέχεια κατέβηκα πάλι στο χωριό. Στο δρόμο κάτι γειτόνισσες τσακώνονταν για το αυλάκι το νερό, που η μια ζητούσε να μείνει ανοιχτό σε κοινή χρήση, ενώ η άλλη δεν ήθελε.

Ο Αγιος Μηνάς ήταν αριστερά. Ανέ- βηκα το εκκλησάκι, έμοιαζε με τα άλλα. Βρήκα κάτι μικρές πέτρες σαν κουμπιά, μαύρες. Σύμφωνα με την παράδοση: Ο Άη Μηνάς παρουσιάστηκε σε κάποιον που μετάφερε λίρες σε σακιά πάνω σε ζώα, κι όταν αυτός του είπε ψέμματα ότι μετέφερε πέτρες, του είπε «αν ήταν λίρες να γίνουν πέτρες και αν είναι πέτρες να γίνουν λίρες». Γύρω από το εκκλησάκι πλάκες άγνωστης προέλευσης, ίσως από την παλιά στέγη; Το εκκλησάκι του Αγίου Μηνά με το εκκλησάκι του Αγίου Δημήτρη απέχουν περίπου 2-3 χιλιόμετρα αλλά ο δρόμος κατευθείαν είναι αδιάβατος.

Οι άνθρωποι γενικά στο χωριό ήταν απόλυτα φιλικοί απέναντί μου και εξυ- πηρετικοί. Η συλλογή του λαογραφικού υλικού ήταν επιτυχής καθ’ όλα (100 σε- λίδες χειρογράφου, γύρω στις 40 φωτο- γραφίες, 20 περίπου ηχογραφήσεις).


 


 


 












bullet hover email hover menu arrow