ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΜΑΣ

ΤΙΜΗ ΣΤΙΣ ΜΑΝΑΔΕΣ ΤΗΣ ΣΤΡΑΤΣΙΑΝΗΣ





                               ΤΙΜΗ ΣΤΙΣ ΜΑΝΑΔΕΣ ΤΗΣ ΣΤΡΑΤΣΙΑΝΗΣ


                                 Του Χρήστου Β. Αναστασίου, δικηγόρου


                                                                                          ***


          Η μετά τον εμφύλιο προσπάθεια επιβίωσης των κατοίκων των ορεινών χωριών της Κόνιτσας ήταν ηρωική. Στο χωριό μας, τον ταλαιπωρημένο από τον εμφύλιο Πύργο (Στράτσιανη) εντονότερη: Φτώχεια, οικόσιτη κτηνοτροφία, γεωργική καλλιέργεια σε λωρίδες γής σε απόσταση από το χωριό, αλλά και κυρίως ξενιτεμός των ανδρών της οικογένειας για την εξασφάλιση μεροκάματου.


          Συνήθως ξενιτεύονταν στις αρχές του έτους και επέστρεφαν πριν τις γιορτές των Χριστουγέννων. Η αναχώρηση ήταν δραματική για την υπόλοιπη οικογένεια και αφού έπαιρνε τα «σμάρια» στο μονοπάτι στη Στάρα για το κατευόδιο επέστρεφε με δάκρυα σπίτι, οπότε κι άρχιζε η δύσκολη καθημερινότητα. Η μάνα έμεινε αρχηγός, ενίοτε με την εποπτεία της πεθεράς, για να υπηρετήσει την επιμέλεια των παιδιών, να φροντίσει τα ζωντανά, να καλλιεργήσει τα χωράφια, να φυτέψει τα κηπάδια.


          Το κενό του πατέρα θεράπευε ο ταχυδρόμος, ο οποίος με τη σάλπιγγα κινητοποιούσε το χωριό από την «καστανιά». Ο Τζιώτζης καβαλούσε μαζί του για να μοιράσει γράμματα ή και επιταγή. Η αγωνία μέχρι την ανάγνωση ήταν εμφανής: από το γράμμα μάθαιναν αν είναι καλά στην υγεία τους. Ετσι περνούσε ο καιρός.


          Τον ηρωισμό όμως της μάνας συγκροτούσε η καθημερινότητα. Το πρωί έπρεπε να σηκωθεί, να βγάλει τα γίδια, να ταϊσει το γαϊδουράκο, να ξυπνήσει τα παιδιά, να τα ετοιμάσει για το σχολείο και στη συνέχεια να φύγει είτε στα χωράφια για σκάψιμο και σπορά, είτε για τα κηπάδια, είτε για κλαδί ή ξύλα. Με το γύρισμα της εποχής έπρεπε να θερίσουν, να αλωνίσουν, να πάρουν τον καρπό και να αποθηκεύσουν τα άχυρα για το χειμώνα. Ακόμη αργότερα να τρυγήσουν και να κάνουν το κρασί και το τσίπουρο. Ενδιάμεσα να μαζέψουν τον καρπό των κήπων (φασόλια, πατάτες, κρεμμύδια) και να τσολίσουν τις καρυές.


          Μεταξύ των άλλων επίπονη και ενίοτε εφιαλτική ήταν η διαδικασία του ποτίσματος των κήπων. Ολοι τους ήταν μικρά ζωνάρια γής, σκόρπια στους γύρω λόφους, εκεί που εύρισκαν πηγή νερού, το οποίο ήταν ελάχιστο και αποθηκεύονταν στο βρό. Ακολουθούσαν με ευλάβεια σειρά, την οποία τηρούσαν άσχετα με τις δυσκολίες και τις αποστάσεις. Ενθυμούμαι με συγκίνηση τη θεία μου Ευδοκία να με παίρνει για παρέα απόγευμα για να απολύσουμε το βρό στη Μπουγάτιση, από κεί ανεβαίνοντας το λόφο για το βρό στα Σάδια και στη συνέχεια από Ξούλια και Γραμματικού για τη Ζιούκαρη, όπου κτυπούσαμε τενεκέδες για να διώξουμε τα γουρούνια.  Μαρτυρκή ήταν ή ίδια διαδικασία για το Ανήλιο, όπου και καλύβα για διανυκτέρευση. Τυχερές ήταν μόνο αυτές που είχαν κήπο στη Ζάμπου, όπου έτρεχε το νερό της κρύας βρύσης αδιάκοπα.


          Προσπαθώ να θυμηθώ ευχάριστες στιγμές της μάνας μου και δυσκολεύομαι. Ισως η περίοδος των συσσιτίων να προσέφερε ανακούφιση, αφού δεν είχε τη φροντίδα του μεσημεριανού φαγητού των παιδιών της. Αλήθεια ήταν αυτή η περίοδος ανακουφιστική και για μας τα παιδιά, που τα μεσημέρια, είτε στον κήπο, είτε στην αίθουσα του σχολείου, είχαμε τη χαρά να τρώμε το ίδιο φαγητό, κατά κανόνα εξαιρετικό με τη φροντίδα και την τέχνη του αείμνηστου Λάμπρου Πούλιου. Ατυχώς η φροντίδα αυτή της Πολιτείας κράτησε λίγο.


          Επανέρχομαι όμως για να εξιστορήσω και επισημάνω τον ηρωϊσμό των μανάδων μας και να τονίσω στη μνήμή τους την προσπάθεια πολλών από αυτές, που είχαν πολλαπλή ατυχία ζωής και παρ’  όλα αυτά την αγωνία γα την τύχη των παιδιών τους δεν περιόριζε η φτώχια. Ετσι σπούδασαν και έκαναν δασκάλους τον Βασίλη Παπαχρήστο, τον Σπύρο Ρούσση και τον Λευτέρη Γεράση. Βεβαίως τον Αλέκο, τον Γιώργο και τον Δήμο Ταμπάκη. Δεν είναι αυτό παράδειγμα ηρωίδων μανάδων; Οι δάσκαλοι αυτοί αποτέλεσαν παράδειγμα προς μίμηση για τους νεότερους, οι οποίοι είχαμε δασκάλους υψηλού καθήκοντος και ευθύνης (τον Σπύρο και την Ιωάννα Φαρμάκη και τον Δημήτριο και την Μαρίνα Γιωτάκη) και καθοδήγηση για τη μάθησή μας. Οι μανάδες μας όμως και πάλι ήταν οι αποδέκτες των παρατηρήσεων και υποδείξεών τους. Ετσι στην πορεία της εσωτερικής μετανάστευσης πλούτισε το χωριό με επιστήμονες, ποικίλου γνωστικού πεδίου.


          Η ζωή και η επιβίωση στο χωριό ήταν ιδιαίτερα δύσκολη. Δεν υπήρχε τίποτε σε αυτάρκεια: η διατήρηση λίγων γιδιών ήταν επίπονη, αφού έπρεπε εκτός από την καθημερινότητα των καλών εποχών έπρεπε να φροντίσουν τροφή (ζαϊρέ) για το χειμώνα. Κουβαλούσαν γι’ αυτό κλαδί από διάφορα απόμακρα σημεία των δασών το οποίο στέγνωναν και αποθήκευαν. Βασανιστική δοκιμασία πέρασαν με τις περιβόητες «μαλτέζες» που δεν ήταν αποδοτικές, ίσως λόγω των καιρικών συνθηκών. Επρεπε επίσης να αποθηκεύουν και για το γάϊδαρο, αναγκαίο και χρήσιμο συνεργάτη τους.


          Αυτονόητη εργασία ήταν και ο τρύγος, η παραγωγή του κρασιού και του τσίπουρου, του παστουρμά και των λουκάνικων, ώστε να υπάρχουν όταν έρθουν οι ταξιδεμένοι.  Συνήθως ετοίμαζαν και τουρσί (ντομάτες, αγγούρια και τζαρούχια - αρμιά).


          Ενώ γράφω αισθάνομαι δέος και μόνο με την περιγραφή, γιατί έρχεται στη μνήμή μου και κάποια άλλη εργασία, συνήθως δυσκολότερη, όπως το κόψιμο και το κουβάλημα των ξύλων για τη φωτιά του μαγειρειού και του χειμώνα. Λίγη ανακούφιση είχαν όταν ήρθαν οι μασίνες, στις οποίες μαγείρευαν, έψηναν αλλά και ζέσταιναν πολύ καλά το μαντζάτο.


          Αν προσπαθούσα νε περιγράψω μια τυπική ημέρα τους θα δήλωνα δέος, αφού η  ποικιλία είναι τέτοια που θα άφηνα πολλά κενά. Πάντα υπήρχε αντικείμενο απασχόλησης γα όλη την ημέρα, εκτός από βαρύ χειμώνα, τις σημαντικές γιορτές και τις εθνικές, οπότε έπρεπε να είναι στο σχολείο για να καμαρώσουν και χειροκροτήσουν τα παιδάκια τους.


          Πολλές πρόλαβαν τη μετανάστευση, σε διάφορες πόλεις της χώρας, κυρίως στην Αθήνα, όπου συνέχισαν οικογενειακή ζωή και πρόκοψαν. Δημιούργησαν περιουσία, σπούδασαν τα παιδιά τους. Το χωριό βέβαια σταδιακά ερημώνει. Κανένας όμως δεν το λησμονεί. Η Αδελφότητα των Αθηνών λειτούργησε ιδανικός οδηγός έργων, αλληλεγγύης και αδελφοσύνης. Ενθυμούμαι και συγκινούμαι τη βοήθεια όλων των συγχωριανών όταν σπούδαζα (1970 -1975). Ενθυμούμαι με σεβασμό τις εκδηλώσεις τους, οπότε και θαύμαζα την μεταξύ τους αγάπη, άσχετα από διαφοροποιήσεις που η ζωή ανέχεται.


          Γράφω το σημείωμα αυτό από ανάγκη και μεγίστη υποχρέωση προς τη μάνα μου και όλες τις μανάδες, που πρόλαβα να γνωρίσω, ώστε τώρα που πήρα τον κατήφορο της ζωής να προλάβω να αποτίσω φόρο τιμής και ευγνωμοσύνης σε όλες. Τον ηρωισμό τους ασφαλώς δεν υπερβαίνει κανένα ευχολόγιο. Πως όμως θα επέδιδα σεβασμό σε Στρατσιανίτισες που εγκαταλείφθηκαν από πατέρα ή παιδιά για χρόνια, χωρίς επικοινωνία και βοήθεια, αλλά κατάφεραν να μεγαλώσουν παιδιά κάνοντας πέτρα της καδιά τους;


          Όταν εγώ γεννήθηκα (1952) ο Πυργούλης είχε ακόμη καπνούς. Στον κήπό μας στα Σάδια, όταν άρχισα παιδάκι να πηγαίνω, παίζαμε με τα ξαδέλφια μου Φάνη και Γιώργο στα αμπριά βγάζοντας τα μακαρόνια από τις σφαίρες. Οι γιαγιάδες όμως και οι μανάδες άντεξαν και υπερήφανα δίδαξαν εργατικότητα, αλληλεγγύη και αδελφοσύνη. Τη γιαγιά μου Μάρθα την πλάκωσε γκορτσιά στα Σάδια και την σκότωσε!!!Τον Φώτη Ραπακούσιο νάρκη που τον σκότωσε.


          Η μικρή κοινωνία μας οφείλει σεβασμό και συνεχή αναφορά στον αγώνά  τους. Οφείλουμε σεβασμό στη μνήμη όσων έφυγαν από τη ζωή και τιμή σ’ αυτές που είναι μαζί μας. Διαπιστώνω, τέλος, χαρούμενα ότι οι νέοι μας συζητούν και αναγνωρίζουν τον αγώνά τους. 


          Η ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΗ ΕΝΩΣΗ μας οφείλει μια τιμητική εκδήλωση για την ιστορία τους.


                                                     Ιωάννινα 12 Ιουλίου 2022


                               








bullet hover email hover menu arrow