ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΜΑΣ

ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΒΑΨΙΜΟ ΜΑΛΛΙΟΥ

ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΒΑΨΙΜΟ ΜΑΛΛΙΟΥ

Γράφει η Φωτεινή Τσάνου-Ζαρείφη

 

Το Μάη μήνα, γίνονταν το κούρεμα των αιγοπροβάτων. Κουρεύονταν χωριστά τα γίδια απ΄τα πρόβατα και δεν μπερδεύονταν τα μαλλιά μεταξύ τους. Αρχικά ξεχώριζαν τα μαύρα απ΄τα άσπρα και μετά τα διαχώριζαν, ανάλογα από ποιο σημείο του ζώου ήταν. Τα μαλλιά της πλάτης, που ήταν και πιο μακριά, τα μεταχειρίζονταν για στημόνια στον αργαλειό. Τα  υπόλοιπα, που ήταν και καλύτερα και πιο μαλακά, τα χρησιμοποιούσαν για υφάδια, ενώ τα κολόκουρα, που ήταν και τα κατώτερα, τα χρησιμοποιούσαν συνήθως για να φτιάχνουν φλοκάτες ή ίσιες του νερού (δηλαδή χωρίς φλόκο).

Τα μαύρα μαλλιά δεν τα έβαφαν καθόλου. Το μαλλί από τα γίδια (τραγόμαλλο) συνήθως δεν βάφονταν, γιατί δεν έπιανε η βαφή εύκολα. Το έπλεναν σε χλιαρό νερό, το στέγνωναν, το λανάριζαν και το έγνεθαν. Η κλωστή δεν έβγαινε λεπτή και ήταν και πιο άγρια. Με αυτό έφτιαχναν χοντρά στρωσίδια, που τα έριχναν πάνω από τα στρώματα, γιατί ήταν χοντρά και ίσιωναν λίγο την επιφάνεια των στρωμάτων, που ήταν γεμισμένα με φλόκαρα από τα καλαμπόκια, αλλά και επειδή δεν κρατούσαν την υγρασία, ήταν σαν μονωτικά και προφύλασσαν τα παιδιά από το κατούρημα στον ύπνο. Τα στρώματα τα γέμιζαν και με άχυρα, αλλά δεν τα προτιμούσαν, γιατί λιανίζονταν γρήγορα, έχαναν το ύψος τους και σήκωναν σκόνη. ΄Υφαιναν επίσης ύφασμα για ταλαγάνια, που τάριχναν πάνω τους οι τσοπαναραίοι, για να μη βρέχονται. Ακόμη ύφαιναν και κάπες. Όλα τα άλλα τα έφτιαχναν από  πρόβειο  μαλλί.

Το μαλλί μόλις το κούρευαν και χώριζαν σε ποιότητες, το βουτούσαν τμηματικά σε χλιαρό νερό. Εκεί το άφηναν για μερικές μέρες, ώσπου να μυρίσει λίγο, μετά το στράγγιζαν και κρατούσαν το νερό. Το νερό αυτό λέγονταν σιάρα ή σιάρβα και όσο δυνατή ήταν τόσο καλύτερα για το χρώμα. Μετά έπλεναν το μαλλί κανονικά, το στέγνωναν και ήταν έτοιμο για βάψιμο. Ήταν ευκολότερο να βαφεί σαν μαλλί, γιατί έβγαινε πιο ομοιόμορφο το χρώμα. Πολλές φορές βάφονταν και σαν νήμα ή  ύφασμα. Κρατούσαν όσο μαλλί δε  θέλανε να βάψουνε, με το οποίο έφτιαχναν εσωτερικές μάλλινες φανέλες, για να μη ξεβάφουνε στο κορμί. Ακόμη έφτιαχναν μ΄αυτό μπουραζάνες για τους άντρες ή κοντογούνια ή κάλτσες για τους γάμους τα λεγόμενα πλατάρια. Η διαδικασία του βαψίματος ήταν ίδια για όλα τα χρώματα. Διέλυαν στην χλιαρή σιάρβα το λουλάκι ή την καραμπογιά ή το στραγγισμένο νερό μέσα στο οποίο είχαν βράσει τις διάφορες ρίζες ή φλούδες ή φύλλα ανάλογα με το χρώμα που ήθελαν να πάρουν. Τα βάζανε σ΄ένα καζάνι, έβραζε το μίγμα και πρόσθεταν το μαλλί ή το νήμα ή το ύφασμα. Ρίχνανε μέσα στύψη για να μη ξεβάφει και τα έβραζαν αρκετή ώρα, ανακατεύοντας τακτικά και σηκώνοντας μ΄ένα ξύλο λίγο από το μαλλί, για να το δει ο ήλιος και να το χτυπήσει ο αέρας και να δούνε αν πήρε το χρώμα που ήθελαν, γιατί όσο περισσότερη ώρα το βράζανε και όσο πιο πολύ τα αφήνανε μέσα, τόσο πιο σκούρο έβγαινε το χρώμα. Εννοείται, ότι η ποσότητα του μαλλιού και της βαφής ήταν συγκεκριμένη για κάθε καζανιά, με το νερό να σκεπάζει πάντα το μαλλί. Αφού το βγάζανε απ΄τη βαφή, το στεγνώνανε πρώτα και μετά το ξέπλεναν σε κρύο νερό, να λαγαρίσει όσο χρώμα περίσσευε.

Το μαύρο χρώμα το έκαναν με καραμπογιά σε ανάμειξη με νερό, που έπαιρναν από το βράσιμο φλούδας από έλτσια (είδος δένδρου), το οποίο μετά στράγγιζαν και το ανακάτευαν με την καραμπογιά, την οποία προηγουμένως είχαν διαλύσει σε χλιαρή σιάρβα. Τα έσμιγαν όλα μαζί και μόλις έπαιρνε βράση έριχναν μέσα το μαλλί, τη στύψη και επάνω – επάνω έβαζαν ένα κομμάτι ξύλο από φράξο και ένα από έλτσια. Για να πιάσει καλά το χρώμα, το άφηναν να βράσει αρκετή ώρα και αφού το κατέβαζαν απ΄ τη φωτιά, το άφηναν έτσι 24 ώρες. Η καραμπογιά χωρίς φράξο και έλτσια δεν έπιανε. Αν μείωναν την ποσότητα της καραμπογιάς και το χρόνο που άφηναν μέσα το μαλλί, θα έβγαινε ένα λαδί, χακί χρώμα.

Μαύρο επίσης έπαιρναν και με την ανάμειξη λουλακιού και καραμπογιάς, τα οποία διέλυαν σε σιάρβα. Η αναλογία ήταν 20 δράμια λουλάκι και 18 δράμια  καραμπογιά για κάθε οκά μαλλιού. Αν ήθελαν να πάρουν σκούρο μπλε, έριχναν λιγότερη καραμπογιά και έβγαζαν το μαλλί λίγο νωρίτερα. Στην αρχή μόλις το έβγαζαν απ΄τη βαφή φαίνονταν σκούρο πράσινο, όμως μόλις το χτυπούσε ο αέρας και το έβλεπε ο ήλιος, γίνονταν μπλε.

Το κόκκινο χρώμα και όλες τις αποχρώσεις του (ροζ, τριανταφυλλί κλπ) το έκαναν από τη ρίζα του θαμνώδους φυτού ριζάρι. Στέγνωναν τη ρίζα στον ήλιο, την στούμπιζαν και την κοσκίνιζαν με τη σίτα, για να είναι σαν αλεύρι. Αυτή τη σκόνη διέλυαν σε χλιαρό νερό και ξύδι και βουτούσαν το μαλλί, το νήμα ή το ύφασμα μέσα. Το βράζανε για λίγο και μετά το άφηναν έτσι 8 με 10 μέρες κοντά σε ζέστη. Αν ήθελαν ανοιχτότερους τόνους, το έβγαζαν νωρίτερα. Όσο πιο ανοιχτός ο τόνος του  χρώματος, τόσο πιο νωρίς.

Αν έβαφαν δίμιτο ύφασμα με οποιοδήποτε χρώμα, το άφηναν μέσα στη μπογιά ισιωμένο και μερικές φορές το σήκωναν ανακατεύοντας την μπογιά και το ξαναέριχναν μέσα, ισιώνοντάς το πάντα, όχι όπως νάναι.

Το κίτρινο (λεμονί) γίνονταν από την καρδιά του θάμνου προσκαβίτσα και τη μέσα τσέπα από τη φλούδα της αγριομηλιάς. Τα βράζανε καλά μαζί, βουτούσαν μέσα το μαλλί και ξανάβραζαν, ώσπου να πάρει το  χρώμα που θέλανε. Ανάλογα με το πόσο σκούρο το θέλανε, το άφηναν μες στη μπογιά μία ή δύο ημέρες.

Κίτρινο επίσης χρώμα έπαιρναν και από τη γαλατσίδα, την οποία βράζανε με στύψη, στράγγιζαν το νερό και έριχναν το μαλλί μέσα. Όσο περισσότερη ώρα έβραζε, τόσο πιο πολύ σταθεροποιούνταν το χρώμα.

Τα καρόφυλλα με τον ίδιο τρόπο έδιναν αποχρώσεις από λαδί ως καφετί. Τα κρεμμυδόφυλλα έδιναν το μπεζ ή το ανοιχτό καφέ, ενώ τα φύλλα του φράξου έδιναν το πράσινο χρώμα.

Για να πάρουν το γεράνιο (γαλαζοπράσινο) χρώμα, στούμπιζαν μπρέστρα και τα έβραζαν πολλή ώρα μαζί με καρόφυλλα. Μετά στράγγιζαν το νερό και ανακάτευαν με χλιαρή σιάρβα, στην οποία μέσα είχαν διαλύσει λουλάκι. Όσο περισσότερο λουλάκι, τόσο πιο σκούρο χρώμα. Τα έβραζαν όλα μαζί και βουτούσαν μέσα το μαλλί. Αν δεν έριχναν λουλάκι, τότε θα έβγαινε κίτρινο χρώμα, το οποίο μόλις το χτυπούσε ο αέρας, γίνονταν πράσινο.

Τη στύψη την έριχναν σε όλες τις βαφές, γιατί σταθεροποιούσε το χρώμα.

Το μαλλί, αφού βάφονταν, στράγγιζε, στέγνωνε, πλένονταν με κρύο νερό και ξαναστέγνωνε, λαναρίζονταν στο λανάρι, να φύγουν οι κόμποι και ν΄αφρατέψει, γνέθονταν με τη ρόκα και το αδράχτι, τυλίγονταν σε κύκλες ή μπούκλες, αν ήταν για τον αργαλειό, ή μαζεύονταν  σε κουβάρια, αν ήταν για πλέξιμο και ήταν έτοιμο για χρήση.

Αυτό που ήταν για τον αργαλειό περνούσε και από τη διαδικασία του ιδιάσματος του στημονιού, μια πολύ δύσκολη διαδικασία, που λίγες γνώριζαν.

Όλες οι δουλειές δε γίνονταν ποτέ από μόνη τη νοικοκυρά. Πάντα θα τρέχανε για βοήθεια και οι γειτόνισσες και συγγενείς να βοηθήσουν. Αυτό ήταν αυτονόητο και δεν χρειάζονταν ιδιαίτερη πρόσκληση. Όλοι, όσοι μπορούσαν, έτρεχαν, να βοηθήσουν και αυτό βέβαια έκανε κύκλο.

Σ΄αυτές τις συνάξεις παραβρίσκονταν και οι ηλικιωμένες, συνήθως για να δίνουν τις συμβουλές τους στις νεότερες, και ήταν μια αφορμή για όλες τις γυναίκες , να περνούν κάποιες ευχάριστες ώρες, γιατί απ΄αυτές δεν έλειπαν τα τραγούδια, τα αστεία, τα γέλια και ο κοινωνικός σχολιασμός. ΄Ετσι η παροχή βοήθειας  γίνονταν μια χαρούμενη απασχόληση.

Όλες οι πληροφορίες μου δόθηκαν το 1976 από την Αμαλία Κώστα Φρόντζου και τη γιαγιά μου Αγαθή Τσάνου.-







bullet hover email hover menu arrow