ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΜΑΣ

Η πεσμένη, πέτρινη «γέφυρα Στράτσιανης» στο Σαραντάπορο



Η πεσμένη, πέτρινη «γέφυρα Στράτσιανης», στον Σαραντάπορο


 


[Μεταγραφή από το υπό έκδοση βιβλίο Τα θολογυριστά πετρογέφυρα της επαρχίας Κόνιτσας”, του πολιτικού μηχανικού Θωμά Β. Ζιώγα, εκ Δροσοπηγής Κόνιτσας τον οποίο εγκάρδια ευχαριστώ Φάνης Βαρδάκης ].


Η τοξωτή «γέφυρα Στράτσιανης» είχε παράλληλο ιστορικό βίο με τη γειτονική της «γέφυρα Ντέρτης», [ιδέ άρθρο 16], γι’ αυτό εδώ συχνά αναφερόμαστε και στις δυο, επειδή έτσι μπορεί να εξηγηθεί η τόσο κοντινή ύπαρξη των δυο αυτών γεφυρών, οι οποίες εξυπηρετούσαν τις ίδιες ανάγκες διάβασης του Σαραντάπορου. Αν υπήρχε το ένα γεφύρι, ελάχιστα ήταν αναγκαίο το άλλο, και αντίστροφα. Η «γέφυρα Στράτσιανης» είχε άμεση οδική ανταπόκριση, αφ’ ενός με τη μεγάλη «γέφυρα Βουργοπόταμου» της Μόλιστας, όσο αυτή υπήρχε, για όσους πορεύονταν προς Κόνιτσα, αφ’ ετέρου με τη «γέφυρα Σμίξης» στο «Ποτάμι» της Πλάβαλης (τώρα Αγία Βαρβάρα) για τους ταξιδευτές προς «Μεσογέφυρα» ή για όσους πήγαιναν στην Κόνιτσα μέσω της «γέφυρας Δερβενίου», [όρα Παράρτημα (ΠΣ-9) και (ΠΣ-6)]. Η υπερτοπική σημασία της είναι ολοφάνερη, αφού την είχαν ανάγκη, εκτός από τη Στράτσιανη, όλα τα χωριά που κείνται  στα ανάντη της δεξιάς πλευράς του Σαραντάπορου, μεταξύ των οποίων τα πολυπληθή τότε γειτονικά χωριά Βούρμπιανη [με περίπου 2170 κατοίκους το 1874] και Πυρσόγιαννη [με περίπου 2160 κατοίκους το 1874]. Το γεφύρι ανήκει στο χωριό Στράτσιανη (τώρα Πύργος), εξού και η ονομασία του.

Είχε κτισθεί το 1872 - ακριβώς στο ίδιο σημείο όπου είναι στημένη τώρα η τοποθετηθείσα το 1950 μεταλλική (τύπου bailey) γέφυρα της αμαξιτής οδού προς τον Πύργο - και ένωνε την τοποθεσία «Παλιοχώρι» του Πύργου με την έναντι ομαλή περιοχή «Μπάρα_Τσιώτη» της Μόλιστας. Το αριστερό έδρανο (προς Μόλιστα) της σημερινής μεταλλικής bailey πατάει πάνω στο καλώς διατηρούμενο κατάλοιπο του βάθρου της παλιάς λιθογέφυρας, στο οποίο εμφανέστατη είναι η καμπύλη του τόξου, [όρα (Φωτ. 32-1)]. H καμπύλη αυτή, στο ύψος που υπάρχει, δεν έχει στις άκρες του εσωραχίου, δηλ. στις δυο όψεις του βάθρου, διακριτούς τοξόλιθους, δείγμα ότι αυτοί άρχιζαν από εκεί και πάνω. Ένας μικρός πόδας του βάθρου αναδύεται κατακόρυφα από την κοίτη, έχει ύψος περί το 1,00 μ και προεξέχει κατά τι (έχει πατούρα) από το εσωράχιο, ένδειξη ισχυρή ότι η καμάρα ήταν ημικύκλιο που άρχιζε από εκεί, πράγμα που ελήφθη υπόψη στις επί τόπου μετρήσεις για τον υπολογισμό της ακτίνας, [ιδέ πιο κάτω]. Στη δεξιά όχθη (προς Πύργο) διασώζεται ακόμη μέσα στην κοίτη ένα μεγάλο και συμπαγές κατάλοιπο λιθοδέματος από την πεσμένη γέφυρα, [ιδέ (Φωτ. 32-2)], με τη στενόμακρη πρόσοψη των λίθων στις όψεις διατεταγμένους ορθίως, δείγμα αποκόλλησης και στροφής σχεδόν 90º κατά την ανατροπή του. Εξ αυτού παρέπεται ότι το άνοιγμα της καμάρας εκτεινόταν και πέρα  από αυτό το κατάλοιπο, προς τη δεξιά πλευρά του, άλλως δεν εξηγείται η θέση του στην κοίτη και η φορά των λίθων. Πάνω του διασώζεται ένα τμήμα από το επιμελημένο λιθόστρωτο του αρχικού καταστρώματος. Στο σημείο της γεφύρωσης, η μεν δεξιά όχθη (προς Πύργο) είναι γαιώδης, εξού και ο αφανισμός του εκεί ακροβάθρου, η δε αριστερή μόνο επιφανειακά έχει γαιώδη σύσταση, αφού στο βάθος υπάρχει διακλασμένος βραχώδης σχιστόλιθος, ορατός εν μέρει και τώρα, [ιδέ (Φωτ. 32-5)], γι’ αυτό και διασώθηκε το εκεί ακρόβαθρο μέχρι τώρα. Εξ αυτής της αιτίας, τα δυο ακρόβαθρα έχουν διαφορετική σεισμική απόκριση, η οποία, λόγω και των πολύ μεγάλων διαστάσεων του τόξου, [ιδέ πιο κάτω], το καθιστούσε εξ αρχής ευπρόσβλητο σε σεισμικές καταπονήσεις.

Δεν είναι γνωστό πότε ακριβώς κατέπεσε τούτη η λιθόκτιστη, τοξωτή «γέφυρα Στράτσιανης». Κατά πάσα πιθανότητα, το 1919 θα συνέβη αυτή η πτώση, αφού υπήρχε το 1917, όπως από τα γραφόμενα πιο κάτω προκύπτει.

Η σχετική με την κατασκευή της γέφυρας, εν έτει 1872, περικοπή1 του Ι. Λαμπρίδη (1839-1891), έχει ως ακολούθως:

 «Η παρά την κώμην “Στράτσιανην” δια συνεισφοράς των κατοίκων αυτής (1872), παρά της διοικήσεως πεισθέντων και της προσωπικής αυτών εργασίας εν ταις δημοσίοις του κράτους οδοίς δια τούτο απαλλαγέντων.».

Θυμίζω ότι η υποχρεωτική προσωπική εργασία (αγγαρεία) στην κατασκευή και συντήρηση δημοσίων οδών στο οθωμανικό Κράτος καταργήθηκε το 1876. Επί πλέον, οι οικονομικοί πόροι ήσαν ελάχιστοι, αφού το τότε τουρκικό Κράτος κατρακυλούσε οικονομικά από το 1870 και κήρυξε επίσημα χρεοκοπία το 1875, γεγονός που αιτιολογεί όσα γράφει πιο πάνω ο Ι. Λαμπρίδης, για τον τρόπο που κατασκευάστηκε η γέφυρα. Η μονή της Αγίας Τριάδος που βρισκόταν στο χώρο της Στράτσιανης δεν φαίνεται να συνέδραμε τότε στην κατασκευή της, ενώ βοηθούσε να  λειτουργεί  το σχολείο του χωριού, σύμφωνα με τα ακόλουθα που γράφει2 ο Ι. Λαμπρίδης: « … 3) Η της Αγίας Τριάδος προς βοήθειαν του εν Στράτσιανη από του 1870 γρ. 1.000. … ».

Για τους παραπάνω γενικότερους οικονομικούς λόγους, παρόλη τη γραφή «δια συνεισφοράς των κατοίκων αυτής», θεωρώ ότι, ένα τόσο μεγάλο γεφύρι, λίγο μικρότερο από τη «γέφυρα Κόνιτσας» που είχε περατωθεί μόλις δυο χρόνια πιο πριν, αλλά δομικά και χρηματικά ισοδύναμο με αυτήν, το οποίο είχε τεράστια υπερτοπική σημασία όπως ήδη προανέφερα, δεν θα μπορούσε να το φέρει εις πέρας ένα μόνο χωριό του μεγέθους της τότε Στράτσιανης, [το 1874 είχε περί τους 1220 κατοίκους], όσο γενναία και αν ήταν «η συνεισφορά των κατοίκων αυτής» σε χρήμα και εργασία. Προς σύγκριση αναφέρω ότι η αποτιμώμενη συνολική αξία της «γέφυρας Κόνιτσας» είναι 150.000 γρ., [όρα άρθρο 19, ΜΕΡΟΣ Β΄, §5], και απαιτήθηκε μεγάλη χρηματοδότηση από το οθωμανικό Δημόσιο και πολλούς χορηγούς. Πέρα από τη προσωπική εργασία των κατοίκων της Στράτσιανης, ιδίως των μαστόρων, που τη θεωρώ δεδομένη, και συνεργεία από τα κοντινά και μεγάλα μαστοροχώρια Πυρσόγιαννη και Βούρμπιανη θα εργάστηκαν εκεί. Αυτό έγινε, είτε με διατεταγμένη εκ των οθωμανικών Αρχών υποχρεωτική προσωπική εργασία (αγγαρεία), είτε και επί πληρωμή από τη «συνεισφορά», γιατί τους ήταν άκρως αναγκαία η γέφυρα, όπως προείπα, αλλά και επειδή το έργο ήταν τεράστιο και απαιτούσε πολλά συνεργεία για να περατωθεί μέσα σε μια θερινή περίοδο. Μερικά εξ αυτών είχαν εργασθεί ήδη στη νεότευκτη τότε  «γέφυρα Κόνιτσας», η οποία βεβαιωμένα είχε περατωθεί περί τα τέλη Σεπτεμβρίου του 1870, και είχαν αποχτήσει εκεί την αναγκαία εμπειρία και τεχνογνωσία για να στήσουν ένα παρόμοιο μεγάλο γεφύρι. Έχοντας ως πρότυπο τη «γέφυρα Κόνιτσας», μετέφεραν στο νέο έργο μεθοδολογίες στήριξης, τεχνικές δόμησης, οργάνωση εργασιών, εκτιμήσεις κόστους και κυρίως τη μορφή της (σχέδιο), προσαρμόζοντας τις διαστάσεις στη μορφολογία της θέσης. Έτσι, το φάρδος του τόξου εδώ έγινε 4,00 μ, γιατί τα αντίστοιχα 3,00 μ στη «γέφυρα Κόνιτσας», λόγω του τεράστιου ύψους της, είχε αποδειχτεί ότι δεν εξασφάλιζαν αίσθηση ασφάλειας στους διαβάτες.

Με τις υπερκείμενες εύλογες σκέψεις συμπλέκονται ορθά και οι ακόλουθες γραφές, παρόλο που δεν γνωρίζουμε από έγγραφα ποιος αρχιμάστορας είχε τον πρώτο λόγο στο σχεδιασμό και την κατασκευή της γέφυρας. Ένα τόσο μεγάλο γεφύρι απαιτούσε πρωτομάστορα ιδιαίτερα έμπειρο και εύτεχνο. Οι γραφές εκείνης της εποχής και οι ύστερες μαρτυρίες δεν παραδίδουν όνομα τέκτονα γεφυροποιού από τη Στράτσιανη, ικανού για ένα τόσο μεγάλο εγχείρημα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν μπορεί να υπήρχε. Οι Πυρσογιαννίτες, που ίσως δικαίως επαίρονται ότι «έχτισαν τον κόσμο», αποδίδουν3 τούτο το γεφύρι στον δικό τους πρωτομάστορα Λάμπρο Μπέτσα (π.1820-π.1907), ικανότατο και φημισμένο αρχιτέκτονα, χωρίς αποδεικτικά στοιχεία, απλά από εξ ακοής διήγηση συγχωριανού τους που γεννήθηκε 20 χρόνια μετά το χτίσιμο της γέφυρας. Έχει γραφεί, μάλιστα, χωρίς αναφορά της πηγής πληροφόρησης, ότι και αυτός εργάστηκε στη «γέφυρα Κόνιτσας» το 1869/70 συνεργαζόμενος με τον συγχωριανό του «Γιώργο/Ζιώγα Φρόντζο», [όρα άρθρο 19, ΜΕΡΟΣ Γ΄, §γ]. Προς το παρόν, συνταιριάζουν με τα στοιχεία της τελευταίας μόνον το μέγεθος του παρόντος έργου, η βεβαία αξιοσύνη του πρωτομάστορα αυτού και η συμμετοχή του στη «γέφυρα Κόνιτσας», έστω και αφηγηματική. Αν ποτέ επαληθευτεί αυτή η πληροφορία με έγγραφα πειστήρια, τότε αυτός θα είναι ο άγνωστος σε μας πρωτοστάτης τέκτονας που συνέβαλε με την τέχνη και εμπειρία του στο σχεδιασμό και ακολούθως στην ανέγερση της παρούσας γέφυρας, καθοδηγώντας τους πολλούς Στρατσιανίτες και τους άλλους Μαστοροχωρίτες μαστόρους.

Το οικονομικό σκέλος του έργου το διαχειρίστηκαν οι προεστοί του χωριού. Εκείνη τη χρονιά πρόεδρος/μουχτάρης στη Στράτσιανη ήταν ο Δημήτριος Πρωτόπαπας, από το ομώνυμο ισχυρό και ξακουστό στην επαρχία/καζά Κόνιτσας γένος του χωριού.  Βεβαίως, σ’ αυτόν έπεσε το βάρος των ενεργειών προς τις οθωμανικές Αρχές, τόσο για την απαλλαγή των Στρατσιανιτών από αγγαρείες σε άλλα έργα, [όρα Ι. Λαμπρίδη πιο πάνω], όσο και για την αγγαρική εργασία στη γέφυρα άλλων Μαστοροχωριτών (κυρίως από Πυρσόγιαννη και Βούρμπιανη). Ασφαλώς, θα επωμίστηκε και τη συγκέντρωση των «συνεισφορών» σε χρήμα των κατοίκων, ή πιθανών τρίτων χορηγών, αλλά και την επιλογή του ικανότατου πρωτομάστορα που θα σχεδίαζε και θα διηύθυνε την ανέγερση της γέφυρας. Κρίνοντας εκ του αποτελέσματος, δηλ. την ολοκλήρωση της γέφυρας, μπορούμε να πούμε χωρίς ενδοιασμούς ότι ήταν ικανότατος ηγέτης, αντάξιος της φήμης του γένους του.

Καμία πληροφορία δεν προκύπτει από τα κείμενα για τα τεχνικά στοιχεία της γέφυρας. Από τα σημερινά υπολείμματα εντός της κοίτης και το μέγα βάθος αυτής, περί τα 7,00 μ κάτω από το δάπεδο της μεταλλικής bailey, την απόσταση των δυο οχθών, την ομαλότητα της αριστερής όχθης και τα υδρολογικά δεδομένα της θέσης, εικάζω ότι ήταν ένα μονότοξο ημικυκλικό γεφύρι με καμάρα μεγάλης διαμέτρου, ώστε να καλύπτει το ολικό εύρος της χαλικώδους κοίτης. Το πραγματικό πλάτος/ φάρδος του εσωραχίου είναι 4,00 μ και μετρήθηκε επί τόπου στο υπάρχον αριστερό ακρόβαθρο. Το συνολικό οριζόντιο μήκος του καταστρώματος της γέφυρας, περί τα 56,00 μ, εκτεινόταν πέρα από το αριστερό άκρο της τωρινής μεταλλικής bailey, για να είναι δυνατή η επίτευξη κλίσης στο κατάστρωμα περί τις 30º, ώστε αυτό να είναι εύκολα διαβατό από ανθρώπους και υποζύγια.

Με προϋπόθεση το ημικυκλικό σχήμα του τόξου, βάσιμη κατά τα προλεχθέντα, και μετρώντας, επί του υπάρχοντος αριστερού ακροβάθρου πάνω στην κατακόρυφο, που είναι ταυτόχρονα και εφαπτομένη στο πόδα της υπάρχουσας εκεί καμπύλης, το ύψος (y) ενός σημείου της καμπύλης από τον πόδα της (υπάρχει εκεί πατούρα) και την αντίστοιχη οριζόντια απόσταση (w) αυτού του σημείου από την κατακόρυφο/ εφαπτομένη, μπορούμε, με βάση την γενική εξίσωση του κύκλου x2+y2=R2, να υπολογίσουμε την ακτίνα (R) της καμπύλης με τον τύπο R=(y2+w2)/2w. Αν η μέτρηση γίνει σε πιο πολλά σημεία της καμπύλης, θεωρητικά πρέπει να βρεθεί η ίδια ακτίνα. Όμως, επειδή υπεισέρχονται σφάλματα μετρήσεων πεδίου, θα υπάρχει κάποια απόκλιση μεταξύ των, οπότε ο μέσος όρος θα προσεγγίζει την πραγματική ακτίνα. Από τρεις μετρήσεις βρέθηκε: R1=14,40 μ για y=3,65 μ και w=0,47 μ | R2=14,45 μ για y=2,65 μ και w=0,245 μ | R3=14,38 μ για y=1,65 μ και w=0,095 μ, οπότε η μέση τιμή είναι R=(R1+R2+R3)/3= (14,40+14,45+14,38)/3= 14,41 μ, που στρογγυλεύεται ελάχιστα σε R= 14,50 μ, λόγω αποκλίσεων και κατά την αρχική χάραξη και κατασκευή του ημικυκλίου από τους τεχνίτες. Άρα, το άνοιγμα του τόξου, ίσο με τη διάμετρο D=2R, ήταν 29,00 μ και το ύψος από το «κλειδί» μέχρι την πατούρα του πόδα, ίσο με την ακτίνα R,  ήταν 14,50 μ. Τα μεγέθη αυτά αρμονικά εντάσσονται και χωρούν στην εκεί διατομή της κοίτης, συνολικού εύρους περί τα 48,00 μ στη στάθμη του δαπέδου της bailey.

Το δεξιό βάθρο (προς Πύργο) ήταν θεμελιωμένο σε γαιώδες έδαφος, γι’ αυτό και έχει αφανισθεί παντελώς, όπως προέγραψα. Το έδαφος αυτό, ακατάλληλο για τη στήριξη τόσο μεγάλης γέφυρας, απομείωνε τη στατική αντοχή της σε κάθε είδους φορτίσεις και σεισμικές καταπονήσεις. Ίσως, γι’ αυτό και δεν μακροημέρευσε η γέφυρα, σε συνάρτηση βέβαια και με τις τεράστιες διαστάσεις της. Οι λιθοδομές, στα διασωθέντα κατάλοιπα του αριστερού ακροβάθρου, δείχνουν ότι δουλεύτηκαν με περισσή τέχνη, καθώς η εφαρμογή και η εμπλοκή των λίθων είναι τέλειες και το κονίαμα ισχυρότατο. Το αποδεικνύει, άλλωστε, το κατακείμενο ερείπιο του τόξου στη δεξιά όχθη, που έχει μεταβληθεί σε συμπαγές λιθόδεμα σθεναρά αντιστεκόμενο στη φθορά του χρόνου και του υετού. Με βάση τα παραπάνω στοιχεία, σχεδίασα την αναπαράσταση της γέφυρας, [όρα (Φωτ. 32-4)], για να φανεί παραστατικά πως ήταν η μορφή της μετά το 1872, όταν ήταν ακόμη νεόκτιστη.

Πριν το έτος 1872 δεν υπήρχε καμία γέφυρα εκεί και συχνά πνίγονταν χωριανοί που προσπαθούσαν να περάσουν, εν καιρώ χειμώνος, τον Σαραντάπορο. Ιδού μια παλιά σχετική γραφή4 του 1870: «Ο εκ του χωρίου Στράτσανης της επαρχίας Κονίτσης Βασίλειος αναχωρήσας μετά του δωδεκαετούς αδελφού του εκ της ομωνύμου κωμοπόλεως όπως μεταβώσιν εις το χωρίον των δια τας εορτάς των Χριστουγέννων, αφίχθησαν ενώπιον του ημίσειαν ώραν από του χωρίου των απέχοντος ποταμού. Τολμήσαντες δε ίνα διέλθωσιν αυτόν και μόλις εις το μέσον αυτού προβάντες, ένεκα της ορμητικότητος του ρεύματος, δια μιάς αμφότεροι κατέπεσαν εκ των ίππων, και ο μεν Βασίλειος εσώθη υπό τινος χωροφύλακος συνοδοιπόρου των, Αβδούλη καλουμένου, ο δε νεώτερος Αριστείδης επνίγη.».

Γράφτηκε5 ότι «λίγο πριν από το 1903 η γέφυρα ανακατασκευάστηκε». Αν αυτό σημαίνει ότι έγινε κάποια συντήρηση, τότε θεωρείται πιθανό γεγονός, γιατί στο μεταξύ είχαν συμβεί πολύ ισχυροί σεισμοί στην Ήπειρο, έστω και μακρινοί, [π.χ.  το 1898, καταστρεπτικός σεισμός στα Ιωάννινα, κατά τον Ο.Α.Σ.Π.], οι οποίοι ίσως είχαν ρηγματώσει το πολύ ανοιχτό και ψηλό τόξο της γέφυρας, το οποίο, εξ αυτού του λόγου, είχε μειωμένη ακαμψία κάθετα προς τον διαμήκη άξονα της γέφυρας. Εξ αυτής της αιτίας και του διαφορετικού εδάφους  θεμελίωσης των ακροβάθρων (γαίες δεξιά, βραχώδης σχιστόλιθος αριστερά), ήταν εκ κατασκευής εύτρωτο σε σεισμικές καταπονήσεις, [όρα πιο κάτω κατάρρευση το 1919]. Αν, όμως, σημαίνει ότι χτίστηκε εκ νέου και εκ βάθρων, είναι λάθος η πληροφορία, γιατί  είχαν περάσει μόλις 30 χρόνια από την πρώτη ανέγερση της γέφυρας και αυτή ήταν εκ κατασκευής καλοχτισμένη, αντέχοντας τη φυσική φθορά. Ούτε και μπορούσε  να χτιστεί εξ αρχής, αφού, εκείνη την ύπουλη εποχή της διαφαινόμενης διάλυσης της οθωμανικής αυτοκρατορίας, είχε παντού επικαθίσει μια οικονομική καχεξία και απραξία. Ήταν τόση η ανέχεια, ώστε πολλά Μαστοροχώρια ούτε τα υποχρεωτικά ετήσια δοσίματα προς την εκκλησία δεν μπορούσαν να αποδώσουν.

Η υπερκείμενη υπό κρίση πληροφορία φαίνεται πως είναι παρερμηνεία της ακόλουθης, επίκαιρης τότε, και έγκυρης γραφής: «… οι κάτοικοι [της Βούρμπιανης, κ.α.] ηναγκασμένοι εισί να μεταβώσιν εις Λεσκοβίκιον και δι’ απλούν διαβατήριον και εκείθεν να επανέλθουν εις τα χωρία και κατόπιν ν’ αναχωρήσουν πάλιν δια Κονίτσης, ήτις δια της κατασκευασθείσης ήδη γεφύρας Στράτσιανης απέχει μόνον 6-7 ώρας …», [εφημ. “Φωνή της Ηπείρου”, φύλλο 508/3-1-1903, σελ. 2, αναδημοσίευση στο περ. “Κόνιτσα”, τεύχ. 49-50/1984, επιμελούμενη από τον Χρήστο Γ. Ανδρεάδη]. Απ’ αυτή μαθαίνουμε ότι το 1903 η γέφυρα υπήρχε και επιτυχώς λειτουργούσε, χωρίς να μνημονεύεται ότι «ανακατασκευάστηκε».

Τον καιρό της απελευθέρωσης από τους Τούρκους, δηλ. το 1912/3, η «γέφυρα Στράτσιανης» αναφέρεται σε επιστολή6, με ημερομηνία 11-12-1912, του εκ Σταρίτσιανης (τώρα Πουρνιά) γιατρού Μιλτ. Κουτσούκη (1875-1921). Το σχετικό απόσπασμα έχει ως ακολούθως: «… Οι Καστανιανίται, κατά την συμπλοκήν παρά την γέφυραν της Στράτσιανης, έπαθον από πανικόν και επί τρεις ημέρας ήσαν τα γυναικόπαιδα εις τα βουνά, οι δε άνδρες, μετά όρκου οπλισθέντες όπως-όπως, κατέλαβον τα επίκαιρα σημεία, ίνα εν ενδεχομένη επιδρομή των Τούρκων τους αποκρούσωσι, αλλ’ οι Τούρκοι μετέβησαν εις Στράτσιανην και έτσι ξεγλύτωσαν. ... ».

Οι παλιοί, έγχρωμοι, αυστριακοί χάρτες του 1913/4 δείχνουν ως υπάρχουσα και διαβατή τη «γέφυρα Στράτσιανης», ενώ δεν δείχνουν καμία γεφύρωση στη γειτονική θέση «Ντέρτη», με ό,τι αυτό σημαίνει.

Τον Φέβρουάριο του 1917, στρατιωτικό απόσπασμα  Σενεγαλέζων ακροβολιστών, που συνοδεύει τον Γάλλο πολεμικό ανταποκριτή στο βαλκανικό μέτωπο Robert Vaucher, πηγαίνοντας από Ίσβορο (Αμάραντο) προς Καστάνιανη, διαβαίνει τον Σαραντάπορο στη «γέφυρα Στράτσιανης/Point de Stracani7», γεγονός που δείχνει ότι η τοξωτή πετρογέφυρα ήταν σε χρήση εκείνη την εποχή. Μάλιστα, στον δημοσιευόμενο χάρτη δείχνεται η γέφυρα με το ανάλογο σύμβολο.

Περί τα τέλη του 1919 κατέρρευσε το τόξο της λίθινης γέφυρας, ενώ έμειναν όρθια τα δυο εκατέρωθεν ακρόβαθρά της. Τη χρονολογία αυτή, που είναι αρκετά παλιά, δικαιολογεί και το γεγονός ότι δεν βρέθηκε, και μάλλον δεν υπάρχει, καμία φωτογραφία αυτής της γέφυρας. Δεν είναι γνωστό το ακριβές αίτιο της πτώσης του τόξου. Εκτιμώ ότι συνέβη στον μεγάλο σεισμό των 6,3 Ρίχτερ που συντάραξε την 22-12-1919 την Κόνιτσα και την περιοχή της, [Πηγή: Ο.Α.Σ.Π.], με επίκεντρο την κοίτη του Σαραντάπορου μεταξύ «λουτρών Καβασίλων» και «γέφυρας Δερβενίου», που είναι κοντινό στη γέφυρα τούτη. Η βλάβη και η ακόλουθη κατάπτωση του τόξου οφείλεται στο ισχυρό σεισμικό πλήγμα που δέχτηκε η γέφυρα, σχεδόν κάθετα στον διαμήκη άξονά της, και τη σημαντική διαφορική μετακίνηση των ακροβάθρων, επειδή ήσαν θεμελιωμένα σε εδάφη με διαφορετική συμπεριφορά, όπως προέγραψα. Οι μεγάλες διαστάσεις της, τόσο σε άνοιγμα, όσο και σε ύψος, συνέτειναν στην πτώση. Για την καταστροφικότητα του πιο πάνω σεισμού έχουμε την ακόλουθη μαρτυρία του Κονιτσιώτη λόγιου Γιάννη Λυμπερόπουλου (1920-2009): «Το σεισμό αυτό τον ανέφερε πάντοτε ο πατέρας μου σαν καταστροφικό που είχε σχέση με τα λουτρά Αμαράντου (Ίσβορου)», [όρα περιοδικό “Κόνιτσα”, τεύχ. 71/1996, σελ. 256-258]. Η κατακρήμνιση της γέφυρας δημιούργησε τεράστιο πρόβλημα επικοινωνίας με την πρωτεύουσα της επαρχίας, την Κόνιτσα, σε όλα τα ανάντη κείμενα Μαστοροχώρια.

Τα επόμενα χρόνια, πιθανώς στο διάστημα 1920/2, τοποθετήθηκε πάνω σ’ αυτά τα εναπομείναντα όρθια ακρόβαθρα, κατάλληλα διαμορφωθέντα, μια αμφιέρειστη, δικτυωτή γέφυρα ίσου πλάτους, την οποία ονόμαζαν ιταλική. Το μήκος της εκτιμάται σε 33,00 μ περίπου. Για την ασφαλή στήριξή της, καθαιρέθηκαν τα εν προβόλω μετέωρα, καμπύλα τμήματα του τόξου που είχαν διασωθεί και η λοξή λιθοδομή πάνω στα ακροτύμπανα που είχε γίνει για τη μείωση της κλίσης του καταστρώματος. Από την αναγκαία αυτή σημαντική κολόβωση απόμεινε έκτοτε το ύψος του αριστερού ακρόβαθρου με την εμφανή καμπύλη του εσωραχίου, [όρα (Φωτ. 32-3)], όπως ακριβώς είναι και τώρα. Τα πλευρικά φέροντα στοιχεία της ιταλικής ήσαν δυο υψηλά δικτυώματα από ράβδους σιδηροσωλήνων, κεκλιμένα όμως και με κοινό το άνω ίχνος τους, ωσάν ζευκτό στέγης, στο εσωτερικό περίγραμμα των οποίων χωρούσαν να διαβούν με άνεση άνθρωποι και φορτωμένα υποζύγια. Το βατό δάπεδό της ήταν ξύλινο εκ χονδροσανίδων (μαδέρια). Η λύση αυτή προσέδιδε μεγάλη ακαμψία και ελαχιστοποιούσε το βέλος κάμψης στο μέσον του όλου φορέα. Στη φωτογραφία8 που διασώθηκε, [όρα (Φωτ. 32-3)], φαίνεται να είναι λυόμενη κατασκευή συναρμολογημένη με κοχλίες, στατικώς υπολογισμένη και κατασκευασμένη από κάποια εξειδικευμένη εταιρία, ίσως ιταλική, εξού και η ονομασία της. Τα επί μέρους στοιχεία της θα μεταφέρθηκαν εκεί με υποζύγια, αφού τότε δεν είχε διανοιγεί ακόμη, έστω και προχείρως, ο αμαξιτός δρόμους κατά μήκος του Σαραντάπορου. Την περίοδο αυτή έπαρχος Κόνιτσας ήταν ο εκ Πυρσόγιαννης δικηγόρος Χαράλαμπος Γ. Βετσόπουλος, και πιθανώς με δικές του ενέργειες θα εγκρίθηκε και χρηματοδοτήθηκε από το ελληνικό Κράτος η τοποθέτηση αυτής της αμφιέρειστης δικτυωτής γέφυρας, δεδομένης, μάλιστα, και της υπερτοπικής σπουδαιότητας της γεφύρωσης για τα προς τα ανάντη κείμενα χωριά της κοιλάδας του Σαραντάπορου.

Το έτος 1929 η αμφιέρειστη δικτυωτή γέφυρα (ιταλική) ήταν σε λειτουργία και αναφέρεται δυο φορές στην τεχνική έκθεση9 του νομομηχανικού Ιωαννίνων, για τη χάραξη της οδού Κόνιτσα-Ανασελίτσα (Βόιο). Ιδού οι σχετικές περικοπές: « … Δια της γεφυρώσεως ταύτης (μήκος 110 μ) διαπεραιούμενοι εις την δεξιάν του Βουρκοποτάμου όχθην ελισσόμεθα επί της αριστεράς του Σαρανταπόρου όχθης αντιπαρερχόμενοι την γέφυραν Στράτσιανης και ανερχόμενοι εις Καστάνιανην δι’ εδαφών ολισθαινόντων και διαλυομένων. … », και λίγο πιο κάτω  «… Δια να φθάσωμεν εις Πυρσόγιαννην και να διέλθωμεν δια Σαρανταπόρου, υπάρχουν δυο διαβάσεις η ΙΙΙβ και ΙΙΙγ. Εκ τούτων η ΙΙΙβ έχει κοινόν τμήμα, μετά της ΙΙ μεν μέχρι Βουρκοποτάμου, μετά της ΙΙΙα δε μέχρι της σημερινής γεφύρας Στρατσάνης (χιλ. 21, υψ. 600). …». Άρα, για να φθάσει η αμαξιτή οδός στην Καστάνιανη, θα αντιπαρερχόταν, δηλ. θα περνούσε δίπλα, θα προσπερνούσε, την υπάρχουσα τότε γέφυρα Στράτσιανης (ιταλική), όπως ακριβώς διέρχεται και η ασφαλτοστρωμένη οδός του σήμερα.

Το έτος 1938 η δικτυωτή γέφυρα (ιταλική) γκρεμίστηκε και παρασύρθηκε από κάποια μεγάλη νεροκατεβασιά του ποταμού, μάλλον λόγω υποσκαφής και ανατροπής του δεξιού βάθρου (προς Πύργο). Η έλλειψη καταλοίπων τοιχοδομών ή θεμελίων, τουλάχιστον επιφανειακά, στη θέση του βάθρου αυτού συνηγορεί υπέρ της παραπάνω άποψης. Αυτήν την κατάρρευση την διηγούνται ακόμη στον Πύργο (παλιά Στράτσιανη) και αρκετοί είχαν πάρει σιδηροσωλήνες από την πεσμένη δικτυωτή γέφυρα για άλλες χρήσεις. Ομολογείται ότι την ίδια χρονιά συνέβη και η κατάρρευση της όποιας αμφιέρειστης γεφύρωσης υπήρχε ακόμη στη θέση «Ντέρτη» της Καστάνιανης, η οποία μάλλον παρασύρθηκαν από την ίδια θεομηνία.

Κάποιοι λέγουν(;;) ότι ο δικτυωτός φορέας της ιταλικής γέφυρας χτυπήθηκε και γκρεμίστηκε από ένα μεγάλο πλατάνι που σύρθηκε από το φουσκωμένα και τυρβώδη νερά του ποταμού. Αυτό, εκ πρώτης όψεως, φαίνεται λογικοφανές, αφού το περίγραμμα της διατομής κάτω από την ιταλική γέφυρα είχε τώρα μικρότερο ύψος (περί τα 7,00 μ) εν σχέσει με την προϋπάρχουσα τοξωτή πετρογέφυρα (περί τα 14,50+1,00= 15,50 μ), καθώς τα ακρόβαθρα της τελευταίας είχαν κολοβωθεί για τη στήριξη της ιταλικής, με ενδεχόμενο να μη χωράει να περάσει ελεύθερα κάτω από την ιταλική ένα ορμητικά φερόμενο τεράστιο πλατάνι και να προσκρούσει στο κάτω ίχνος του φορέα. Το ακυρώνει, όμως, η τωρινή γέφυρα bailey, η οποία στηρίζεται ακριβώς στο ίδιο ύψος επί του αριστερού βάθρου με την ιταλική, [σύγκριση (Φωτ. 32-1) με (Φωτ. 32-3)], και άρα το κάτω ίχνος της απέχει ομοίως περί τα 7,00 μ από την κοίτη. Στα 64 χρόνια της λειτουργίας της δεν παρουσιάστηκε τέτοια περίπτωση κινδύνου, οπότε το ύψος των 7,00 μ ήταν και είναι υπεραρκετό για την διέλευση και μεγάλων δένδρων που πάντα οριζοντιωμένα επιπλέουν και παρασύρονται.

Μετά την πτώση της δικτυωτής γέφυρας (ιταλικής), και με βέβαιο δεδομένο ότι στην κοντινή θέση «Ντέρτη» είχαν προ πολλού γκρεμιστεί οι εκεί θολωτές πετρογέφυρες και οι αμφιέρειστες πρόχειρες ξυλογέφυρες, [όρα άρθρο 16], επειδή όλα τα ευρισκόμενα προς τη δεξιά πλευρά του Σαραντάπορου χωριά αποκλείονταν από την Κόνιτσα, (π.χ. Πύργος, Πυρσόγιαννη, Βούρμπιανη, Οξυά, κ.λπ), αναγκαστικά όλοι πορεύονταν προς την απόμακρη  «γέφυρα Δερβενίου», χάνοντας πολύ χρόνο. Τότε, εσπευσμένα κατασκευάστηκε, την ίδια χρονιά, σε ευθεία απόσταση περίπου 1,50 χλμ άναντα από τη θέση της «γέφυρας Στράτσιανης», στη θέση «Ντέρτη» της Καστάνιανης όπου η κοίτη είναι στενή και η αριστερή όχθη ασταθής, κρεμαστή από συρματόσχοινα ξύλινη ανθρωπογέφυρα, η οποία με άδεια των Αρχών λειτουργούσε με διόδια περισσότερο από μια δεκαετία. Στην κατασκευή αυτής της κρεμαστής ξυλογέφυρας εργάστηκαν αρκετοί Στρατσιανίτες, όπως πολλοί βεβαιώνουν και τώρα στο χωριό, και ονομαζόταν «κρεμαστή ξυλογέφυρα Στράτσιανης» στα χωριά της δεξιάς όχθης, ενώ στα χωριά της  έναντι αριστερής όχθης λεγόταν «κρεμαστή ξυλογέφυρα Ντέρτης». Λόγω της δυωνυμίας  αυτής και της γειτνίασης, στη θύμηση των ανθρώπων και στη βιβλιογραφία συχνά συγχέεται η «γέφυρα Στράτσιανης» με τη «γέφυρα Ντέρτης».

Μαρτυρία της πτώσης της δικτυωτής γέφυρας (ιταλικής) είναι το παρακάτω απόσπασμα10 από γραμμένη θύμηση του Βουρμπιανίτη Αναστ. Ευθυμίου (1921-1998):  «… Μια και μοναδική φορά το πέρασα [το γεφύρι Δερβενίου] στα 1938 όταν είχε παρασυρθεί  από το ποτάμι η ξύλινη γέφυρα της Στράτσιανης και τα χωριά μας [Πυρσόγιαννη, Βούρμπιανη, Χιονιάδες, κ.λπ.] επικοινωνούσαν με την Κόνιτσα μέσω Αμαράντου όπου γινόταν και η διανυκτέρευση. … ». Ασφαλώς, ως κάτοικος της Βούρμπιανης που κείται στη δεξιά πλευρά του ποταμού, με τον όρο «ξύλινη γέφυρα Στράτσιανης» εννοεί την αμφιέρειστη δικτυωτή γέφυρα (ιταλική) που είχε όντως ξύλινο δάπεδο.

Αναφορά σε «γέφυρα Στράτσιανης» βρίσκουμε και στα γεγονότα του πολέμου 1940. Το σχετικό κείμενο11 είναι το ακόλουθο: «… Αι γέφυραι επί του ποταμού Σαρανταπόρου, Στράτσανης και Αγίου Μηνά καταστρέφονται κατόπιν διαταγής του Αποσπάσματος Πίνδου». Βέβαιο είναι ότι δεν πρόκειται για την αρχική τοξωτή λιθογέφυρα που είχε ήδη γκρεμισθεί περί το τέλος του 1919, ούτε και για την αμφιέρειστη  δικτυωτή γέφυρα (ιταλική) που είχε καταπέσει το 1938, αλλά για την «κρεμαστή ξυλογέφυρα Στράτσιανης» άλλως και «κρεμαστή ξυλογέφυρα Ντέρτης», η οποία την 28η Οκτωβρίου 1940 αχρηστεύτηκε από τον ελληνικό στρατό για να μην την χρησιμοποιήσουν τα πεζοπόρα ιταλικά στρατεύματα κατά την προέλασή τους τις πρώτες ημέρες του πολέμου. Η γέφυρα αυτή, μετά τη λήξη των επιχειρήσεων, ξαναλειτούργησε.

Το 1950, όπως και πιο πάνω γράφω, γεφυρώθηκε εκ νέου η θέση με μια πελώρια σε μήκος, αμφιέρειστη, δικτυωτή μεταλλική γέφυρα (τύπου bailey), από τα αμερικάνικα διαθέσιμα του 2ου παγκόσμιου πολέμου που διατέθηκαν ως βοήθεια προς την Ελλάδα, με δίδυμα και διπλά καθ’ ύψος πλαίσια σε κάθε πλευρά της, για να έχει φέρουσα ικανότητα διάβασης φορτηγών οχημάτων τουλάχιστον της κλάσης των 12 τόνων και να μειωθεί το βέλος κάμψης στο μέσον  της. Το συνολικό της μήκος είναι 42,70 μ, ήτοι 14 τυποποιημένα πλαίσια μήκους 3,05 μ έκαστο, το βατό από σιδηρόφυλλα καταστρωμά της έχει φάρδος 3,80 μ και  ύψος από την κοίτη περί τα 7,00 μ. Ακόμη και σήμερα, μέσω αυτής της γέφυρας που ονομάστηκε «γέφυρα Ανθυπολοχαγού (ΚΔ) Δαΐκου Παναγιώτη12», το χωριό συνδέεται με την κατά μήκος του Σαραντάπορου εθνική οδό Κόνιτσα-Κοζάνη. Στην ουσία πρόκειται για μια νεότερη και βαρύτερη εκδοχή της παλιάς αμφιέρειστης δικτυωτής γέφυρας (ιταλικής) του 1920/2, ικανής πλέον να φέρει φορτηγά οχήματα.

Απ’ όλα τα παραπάνω, σε συνδυασμό με τα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 16 για τη «γέφυρα Ντέρτης», σχημάτισα τη γνώμη ότι πρώτα πρέπει να γεφυρώθηκε με τοξωτή πετρογέφυρα η θέση «Ντέρτη», λόγω του μικρότερου ανοίγματος τόξου που απαιτούσε, άρα και ήσσονος δαπάνης. Επειδή στις γεφυρώσεις στη θέση «Ντέρτη» συχνά πυκνά κατέρρεαν και ξαναχτίζονταν τα τόξα, λόγω των ασταθών οχθών και κυρίως της έρπουσας αριστερής περιοχής, ανέκυψε αδήριτη  ανάγκη να κτισθεί η τοξωτή «γέφυρα Στράτσιανης» το 1872, σε ελάχιστη απόσταση κάταντα από τη θέση «Ντέρτη», σε καλύτερη τοποθεσία και με πολύ μεγαλύτερο τόξο. Έκτοτε, επειδή η εξυπηρέτηση γινόταν ασφαλέστερα από τη νεότευκτη και πλησιόχωρη τοξωτή «γέφυρα Στράτσιανης», εγκαταλείφθηκαν οι γεφυρώσεις στη θέση «Ντέρτη»,  ως ανασφαλείς και συχνά πίπτουσες, προϊόντος δε του χρόνου κατέπεσαν τελείως. Η θέση τους εξακολουθούσε να λέγεται «γέφυρα Ντέρτης», ως τοπωνυμία πλέον, όπως και τώρα, λόγω των εκεί ερειπίων.

-------------------------------------------------------------------------------------------------------


Σημειώσεις


  1. Στο βιβλίο του “Περί των εν Ηπείρω αγαθοεργημάτων”, μέρος B΄, εν Aθήναις 1880, σελ. 187. | Παρόλα αυτά, ο Ηπειρώτης Αντώνης Γεωργίου φαίνεται να αγνοεί το 1879 την ύπαρξη της «γέφυρας Στράτσιανης» και της «γέφυρας Βουργοπόταμου» [όρα άρθρο 20], με όσα γράφει στο πόνημά του “Γεωγραφικά – Περί των κατά την Ήπειρον και Θεσσαλίαν νέων της Ελλάδος ορίων”, σελ 17 και 19.

  2. Στο βιβλίο “Περί των εν Ηπείρω αγαθοεργημάτων”, του Ι. Λαμπρίδη, μέρος Α΄, εν Aθήναις 1880, σελ. 59. | Σχετικά με το μοναστήρι, ο Παν. Αραβαντινός γράφει το 1864/6 τα εξής: «… Το της Στράτσιανης, κείμενον προς ανατολάς του ομωνύμου χωρίου, εις μνήμην του Αγίου Συμεών του Στυλίτου τιμώμενου. …», [στο βιβλίο “ Περιγραφή της Ηπείρου”, τόμ. Γ΄, σελ. 163-164, έκδοση Ε.Η.Μ. Ιωάννινα 1984]. Για κάποιο λόγο(;;) αργότερα το μοναστήρι άλλαξε το τιμώμενο πρόσωπο και έγινε της Αγίας Τριάδος.

  3. Όρα βιβλίο “Μαστόροι Χτίστες από τα Μαστοροχώρια της Κόνιτσας”, Ιωάννινα 2008, σελ. 235-236, των Αργ. Πετρονώτη - Β. Παπαγεωργίου, στο οποίο εξαίρεται η τεχνική εμπειρία και η καλλιτεχνική δεξιοτεχνία του Λάμπρου Μπέτσα και περιγράφονται κάποια έργα του.

  4. Από την τουρκοελληνική εφημερίδα “Γιάνγια – Ιωάννινα”, φύλλο της 15-01-1870 | Πηγή: Αρχείο Εφορείας Αρχαιοτήτων Ιωαννίνων | Αναδημοσίευση στο περ. “Κόνιτσα”, τεύχ. 91-92/1969, με επιμέλεια Αναστ. Ευθυμίου.

  5. Άρθρο “Παλιές γέφυρες στην επαρχία μας”, του Χαρ. Γκούτου, στο περ. “Κόνιτσα”, τεύχ. 179/2014, σελ. 422-423, που αντλεί την πληροφορία από το βιβλίο του Πυρσογιαννίτη Νικ. Ι. Τσίπα (1910-2005) “Αναβάπτισμα στην προγονική κολυμβήθρα, στα βιώματα, την ιστορία και παράδοση της Πυρσόγιαννης”, Μαρούσι 2000, σελ. 25. Το τελευταίο, ιδιαίτερα λαογραφικό, δεν θεωρείται από τους ερευνητές αξιόπιστο.

  6. Ιδέ σχετική δημοσίευση του Χαρ. Γ. Γκούτου στο περ. “Καντσιώτικα”, τεύχ. 18/2012, σελ. 43-44, με τίτλο “Περιστατικά του 1912, σχετικά με την απελευθέρωση.

  7. Στην παρισινή εφημ. LIllustration, της 17-03-1917, σελ. 226 | Όρα σχετική δημοσίευση στο περ. “Καντσιώτικα”, τεύχ. 22/2015, σελ. 8, επιμελούμενη από τον Θωμά Β. Ζιώγα.

  8. Τις πληροφορίες της παραγράφου αυτής και τη φωτογραφία αρ. 198β΄ από το αρχείο του Μουσείου Ηπειρωτών Μαστόρων στην Πυρσόγιαννη ευγενώς μου τα παραχώρησε ο Βασίλης Παπαγεωργίου, τον οποίο μεγάλως ευχαριστώ.

  9. Ιδέ δημοσίευση στην εφημ. “Αώος”, της 7-9-1929 | ¨Όρα μερική αναδημοσίευση στο περ. “Καντσιώτικα”, τεύχ. 22/2015, σελ. 45-47, επιμελούμενη από τον Χαρίλ. Γ. Γκούτο.

  10. Από επιστολή του δημοσιευόμενη στο βιβλίο “Πέτρινα γεφύρια στη Βόρεια Ήπειρο”, Αθήνα 2008, του Σπ. Μαντά, σελ. 299.

  11. ΓΕΣ/ΔΙΣ, “Ο ελληνοϊταλικός πόλεμος 1940-1941”, Αθήνα 1960, σελ. 123.

  12. Ο Ανθ/γός Παν. Δάικος καταγόταν από τη Ζαχάρω Ηλείας, ανήκε στην Α΄ μοίρα καταδρομών και σκοτώθηκε εδώ την 12-04-1949, κατά τον εμφύλιο πόλεμο 1946/9. [Ιδέ “Φυλάκια της ελληνοαλβανικής μεθορίου ….”, του Αθαν. Λάκκα, έκδοση 2004,  σελ. 283]

    -----------------------------------------------------------------------------------------------------------------

     


(Φωτ. 32-1) Η τωρινή μεταλλική bailey γέφυρα Στράτσιανης. Γενική κατάντης όψη. Στο παλιό ακρόβαθρο της αριστερής όχθης (προς Μόλιστα) διακρίνεται η καμπύλη του τόξου. Στη δεξιά όχθη (προς Πύργο) φαίνεται στην κοίτη ένα κατάλοιπο λιθοδομής από το τόξο της παλιάς πετρογέφυρας. [Πηγή: Παραχώρηση Θεοφάνη Βαρδάκη, εκ Πύργου. Λήψη 2014]


Φωτ. 32-2) Κατάλοιπο τμήματος του τόξου της παλιάς τοξωτής «γέφυρας Στράτσιανης», όπως ήταν το 2014. Η δομικοί λίθοι είναι κατακόρυφοι λόγω στροφής κατά την ανατροπή και πτώση. [Πηγή: Προσφορά Θεοφάνη Βαρδάκη, εκ Πύργου


(Φωτ. 32-3) Η δικτυωτή, αμφιέρειστη (ιταλική) γέφυρα Στράτσιανης την εποχή του μεσοπολέμου. Τοποθετήθηκε περί το 1920/22 (;;). [Πηγή: Αρχείο Μουσείου Ηπειρωτών Μαστόρων στην Πυρσόγιαννη, φωτογραφία αρ. 198β΄. Ευγενική παραχώρηση από τον Βασ. Παπαγεωργίου].

 

(Φωτ. 32-4) Σκαρίφημα αναπαράστασης της γέφυρας Στράτσιανης, όπως θα ήταν νεότευκτη μετά το 1872. [Πηγή: Σχέδιο Θωμά Β. Ζιώγα, 2016].


(Φωτ. 32-5) Κοντινό πλάνο αριστερής στήριξης (προς Μόλιστα) της μεταλλικής bailey γέφυρας Στράτσιανης. Κατάντης πλευρά. Φαίνεται καθαρά ο βραχώδης σχιστόλιθος στον οποίο είναι θεμελιωμένο το βάθρο. [Πηγή: Παραχώρηση Θεοφάνη Βαρδάκη, εκ Πύργου. Λήψη 2014].


(ΠΣ-6) Το ποτάμιο σύστημα της περιοχής Πύργου-Πυρσόγιαννης. [Πηγή: Ιχνογράφηση Θωμά Β. Ζιώγα].





bullet hover email hover menu arrow