ΤΟΠΩΝΥΜΙΕΣ

[43] Τοπωνυμίες του χωριού Στράτσιανη [Πύργος]

 

{Για τα τοπωνύμια του χωριού πληροφορίες έδωσε ο Στρατσιανίτης Βασίλης Ταμπάκης. Πρόσθετα στοιχεία παραχώρησαν οι επίσης Στρατσιανίτες Θεοφάνης Βαρδάκης και Παναγιώτης Σιάφαρης. Και τους τρεις εγκάρδια τους ευχαριστώ.}

 

Αγία Μαρίνα η : Εξωκλήσι ΝΑ του χωριού και η γύρω περιοχή.


Αγία Παρασκευή η : Εκκλησία μέσα στο χωριό.


 


Αγία Τριάδα η : Εξωκλήσι Β του χωριού, ανηφορίζοντας για το βουνό «Πύργος», στη θέση «Μοναστήρι».


 


Άγιοι Απόστολοι οι : [Στον Απόστολο] Εξωκλήσι και η γύρω περιοχή του στα Β του χωριού.


 


Άι Βασίλ(η)ς ο : Το ομώνυμο πεσμένο πλέον εξωκλήσι και η πέριξ αμπελική περιοχή.

 

Άι Γιάνν(η)ς ο : Μικρό ερειπωμένο εξωκλήσι στα Ν του χωριού.

 

Άι Γιώργ(η)ς ο : Ο πολιούχος άγιος και η κεντρική εκκλησία στο κέντρο του χωριού. Παλιότερα εδώ υπήρχε και το νεκροταφείο του χωριού.


 


Άι Δημήτρ(η)ς ο : Το ομώνυμο εξωκλήσι προς τα ΒΔ και πολύ σιμά στο χωριό, κάτω από τη θέση «Καμπάκης»..


 


Άι Θανάσ(η)ς ο : Παλιό εξωκλήσι, ερειπωμένο πλέον, και η γύρω περιοχή, κάτω από τη θέση «Κουτσομύλια».

 

Άι Κωνσταντίνος ο : Το ομώνυμο άρτι ανακαινισμένο εξωκλήσι πάνω στη θέση «Σκέμπος», στα Α του χωριού.


 


Άι Λιάς ο : Το υπαρκτό εξωκλήσι του προφήτη Ηλία ψηλά στο βουνό.


 


Άι Μηνάς ο : Εξωκλήσι και η πέριξ περιοχή, στα Α του χωριού..


 


Άι Νικόλας ο : Το ομώνυμο εξωκλήσι και ο τόπος που το περιβάλλει. Σε άλλη τοποθεσία λεγόμενη «Κροπνίτσα» υπάρχει υποπεριοχή «Άι Νικόλας», όπου θα υπήρχε κάποτε και ομώνυμο εξωκλήσι, το οποίο κανείς δεν θυμάται τώρα.

 

Άι Σωτήρας ο : [Στ’ν Άι Σωτήρα] Το κοντινό στο χωριό εξωκλήσι της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος Χριστού, που γιορτάζει την 6η Αυγούστου, και ο πέριξ τόπος, όπου υπάρχει και βρύση.


 


Μιχαήλ και Γαβριήλ : Το μικρό εκκλησάκι στο νεκροταφείο του χωριού.


 


Παναγιά η : Εξωκλήσι Α του χωριού, λίγο ψηλότερα από τον ποταμό Σαραντάπορο και κοντά στον αμαξιτό δρόμο που ανεβαίνει για το χωριό.


 

 

Ανήλιο το : Μέρος απόμακρο που δεν το βλέπει όντως ο ήλιος, στα Β/ΒΑ του χωριού, στα όρια με το ρέμα «Μαύρος».

 

Αντίκλησ(η) η : Περιοχή στα ΝΔ του χωριού, προς τα «Κουτσομύλια». Αποδίδεται ως «Αντίλαλος», από το Ελλ. «αντικαλώ/αντίκληση», γιατί δημιουργείται αντίλαλος από την ανάκλαση του ήχου στην σχεδόν κάθετη εδαφική κατακρήμνιση (γκρεμός), που ονομάζεται «Ουμιαλός», της θέσης «Μπορίκια».

 

Ασβεσταριά η : Θέση στα Δ του χωριού, γειτονική με την τοποθεσία «Μπορίκια», όπου παρασκεύαζαν ασβέστη σε ασβεστοκάμινο (ασβεσταριά, στην τοπική γλώσσα).

 

Ασβέστ(η) η : [Στ’ν Ασβέστ’ > Σ’ Νασβέστ’] Στην τοποθεσία αυτή, πλησιόχωρη στη θέση «Σιάδια», στα Β/ΒΔ του χωριού, λειτουργούσαν ασβεστοκάμινο, εξού και η ονομασία.

 

Αχόπετρα η : [Σ’ν Αχόπετρα] Απόμακρη θέση Δ του χωριού, στα όρια με την Πλάβαλη [35]. Αποδίδεται ως «Ηχηρή πέτρα | Πέτρα με αχό», από το Ελλ. «αχός» (= ήχος/θόρυβος που έρχεται από μακριά) < αρχ. Ελλ. «ήχος/άχος», και αναφέρεται σε κάποιο χαρακτηριστικό της πέτρας, ή το τόπου όπου βρίσκεται αυτή. Σχετικό το τοπικό «αχόν» (= φούσκωμα, κοινώς «τύμπανο»).

 

Βαθύλακκος ο : Βαθύ ρέμα (λάκκος, στην επιχώρια γλώσσα) που κρατούσε νερό ακόμη και τους καλοκαιρινούς μήνες, με το οποίο ποτίζονταν τα παράπλευρα «Κηπάρια». Είναι συνήθης τοπωνυμία στα Μαστοροχώρια, π.χ. Κεράσοβο [17],  Κάντσικο [15] και αλλού.

 

Βάσ’ τ’ αλών(ι) το : [Στ’ Βασ’ τ’ αλών’] Περιοχή απόμακρη Β του χωριού και ΒΑ του βουνού «Πύργος». Κάποιος ονόματι Βάσος (= Βασίλης) είχε εδώ αλώνι, εξού και η ονομασία του τόπου.

 

Βροντήσ(ι) το | Βροντήτσ(ι) το : Περιοχή με αμπέλια και χωράφια. Ερμηνεύεται ως «Βροντερό | Βουϊστό», διότι ο αχός/βοή από τη χειμερινή βρέμουσα ροή του Σαραντάπορου ποταμού ακούγεται εδώ έντονα/βροντερά. Ιδέ ομοιόσημο «Γκίμω» στο Κάντσικο [15] και «Ρέπιτο» στη Ζέρμα [12].

 

Βρύσ(η) στο Βρωμονέρ(ι) η : Βρίσκεται στη θέση «Βρωμονέρι».

 

Βρύσ(η) στο Μεσοχώρ(ι) η | Μεσοχωρίτικη βρύση η : Η κρήνη στη συνοικία/ γειτονιά «Μεσοχωρίτ(ι)κο».


 


Βρύσ(η) στους Τσιαμάτες η | Τσιαμάτικη βρύση η : Η κρήνη της κάτω συνοικίας/ γειτονιάς «Τσιαμάτες».


 


Βρύση στους Τσιουτσιάτες η | Τσιουτσιάτικη βρύση η : Η βρύση στην συνοικία/ γειτονιά «Τσιουτσιάτες».


 


Βρύσ(η) του Άι Νικόλα η : Πηγή στην υποπεριοχή «Άι Νικόλας» της ευρύτερης τοποθεσίας «Κροπνίτσα».

 

Βρωμονέρι το : Υποπεριοχή της τοποθεσίας «Αντίκληση», λίγο πιο ψηλά από τον Σαραντάπορο ποταμό, όπου αναβλύζει νερό με θειώδη δυσοσμία, θεραπευτικό για δερματικές παθήσεις, κατά τους γηγενείς. Η τοπωνυμία είναι κοινή στα Μαστοροχώρια.

 

Γκέληψ(η) η : [Στ’ν Γέληψ’ > Στ’ Γκέληψ’] Ευρύς χωραφότοπος με αργιλώδες έδαφος. Ήταν παλιά το αργιλωρυχείο του χωριού, από όπου προμηθεύονταν πηλό για να φτιάχνουν ωμόπλινθους (πλιθιά, στην τοπική γλώσσα). Αποδίδεται ως «Αργιλοληψία | Πηλωρυχείο», από το Ελλ. «γέα/γαία» (= γη, χώμα, έδαφος) + Ελλ. «λήψη» (= το λαμβάνειν). Ιδέ ομοιόσημα: «Γκλιτσίστα» στη Σταρίτσιανη [42], «Μπ’λός/Π’λός» στο Κάντσικο [15] και αλλού.

 

Γκόλιο το : Η γυμνή κορυφογραμμή του Γράμμου, με ομώνυμη κορυφή (~ 1.934 μ), όπου σμίγουν οι βοσκότοποι με τα όμορα χωριά Πυρσόγιαννη [39], Βούρμπιανη [2], Λεσκάτσι [22]. Εξηγείται ως «Γυμνό | Φαλακρό» στο ειδικό κεφάλαιο «Κύριες τοπωνυμίες της επαρχίας Κόνιτσας».

 

Γκρέτζια η : Εννοείται πέτρα, και είναι τοποθεσία Β του χωριού, πέρα από το «Μοναστήρι» προς την θέση «Μπανιώτης». Ήταν τόπος προμήθειας σκληρών λίθων για μυλόπετρες. Η σκληρή αυτή πέτρα λέγεται τοπικώς «γρέτζια» < τοπικό «γρέντζος» (= επιφανειακώς ανώμαλος, τραχύς, αδρός) < Ιταλ. greggio/grezzo (= ακατέργαστος - αδιαμόρφωτος, ασχημάτιστος).

 

Γλυκονέρ(ι) το : Απόκρημνη και δύσβατη περιοχή προς τα ΒΔ του χωριού, με στάγδην ροή νερού εκ των βράχων, στο οποίο απέδιδαν ιαματικές ιδιότητες. Εξ αυτού και η μεταφορική έννοια «γλυκό» ίσον θεραπευτικό. Όρα ίδιο τοπωνύμιο με παρόμοιες θεραπευτικές ιδιότητες στη Μπλήζιανη [28].

 

Γραμματικός ο : [Στ’ Γραμματ’κού] Περιοχή υψηλόσταθμη με βρύση στα ΒΔ του χωριού, την οποία, επί Αλή Πασά και μετά, νέμονταν ο καταγόμενος από την Βούρμπιανη [2] προύχοντας Κώστας Ντούμαρης, επιλεγόμενος και Γραμματικός/ Βουρμπιανίτης, επειδή διατέλεσε γραμματέας του Αλή Πασά των Ιωαννίνων. Όρα ίδια τοπωνυμία στην Βούρμπιανη [2].

 

Διάρραχος ο | Διάρραχο το : Η ράχη στα Δ όρια του οικισμού.


 


Ζάχοτο το : Περιοχή κείμενη Ν του χωριού, στα πρανή της δεξιάς όχθης του ποταμού Σαραντάπορου. Αποδίδεται είτε ως «Δυτικό», εν σχέσει με το «Παλιοχώρι», είτε ως «Κοπρώνας», από το Σερβ. zahoto (= χώρος απόρριψης ακαθαρσιών) και zahod (= δύση) < παλ. Σλ. zahodj (= δύση - αφοδευτήριο).

 

Ζιούκαρ(η) η | Ζιούκαρ(η)ς ο : [ Στ’ Ζιούκαρ’ > η Ζιούκαρ’] Περιοχή με χωράφια στα Δ/ΒΔ του χωριού, πέρα από τη θέση «Μπορίκια». Δείχνει για κτητορωνυμία, αν και τέτοιο επώνυμο κανένας δεν θυμάται πλέον. Το επώνυμο αυτό σημαίνει «παιχνιδιάρης», από το Λατ, joco/jocare (= παίζω, Ιταλ. giocare, Ρουμ. joc, Βλαχ. tziok - σκώπτω, χαριεντίζομαι). Ιδέ  και «Τζιόκα» στο Κάντσικο [15], από το ίδιο θέμα.

 

Καγκέλια τα : Το ελικοειδές ανηφορικό μονοπάτι προς τη θέση «Κόκκινο/Κοκκινός» διέρχεται από την τοποθεσία τούτη. Ονομάστηκε έτσι, από το τοπικό «κα(ν)γκέλι» (= ελιγμός είτε στροφή δρόμου) < Λατ. cancelli (= κιγκλίδα).

 

Καμπάκ(η)ς ο : Είναι ένα μικρό ομαλό πεδίο, δηλ. μικρός κάμπος, στα Β του χωριού, χαμηλότερα από τη θέση «Πέτρα του Άι Λιά». Όρα και «Καμπίτσιος» στο Λούψικο [24].

 

Καρ(γ)υά η : [Στ’ν Καρ(γ)υά > Σ’ Γκαρ(γ)υά] Τοποθεσία προς το μέρος της Πλάβαλη [35], η οποία κάποτε σημαίνονταν από μια μεγάλη καρυδιά (καρ(γ)υά, στην τοπική γλώσσα), από όπου και η ονομασία.

 

Κατώδρομος ο : Ο δρόμος και η πέριξ περιοχή πέρα και Α από το εξωκλήσι της «Παναγιάς», που οδηγούσε στη κρεμαστή γέφυρα «Ντέρτη» της Καστάνιανης [16]. Υπήρχε και «Πανώδρομος» που οδηγούσε στην ίδια γέφυρα.

 

Κηπάρια τα : Παρόχθιοι μικροί περιφραγμένοι  κήποι στο ρέμα «Βαθύλακκος».

 

Κιάφα η | Γκιάφα η : [Στ’ν Κιάφα > Στ’ Γκιάφα] Σύδενδρος και απόμακρος τόπος προς τα Δ του χωριού, στα όρια με την Πλάβαλη [35], σύνηθες μέρος κλαδονομής και κοπής καυσοξύλων. Ερμηνεύεται ως «Αυχένας | Διάσελο», από το Βλαχ. kiafa (= αυχένας, τράχηλος, Αλβ. qafë-a, Ρουμ. ceafa) < αρχ. Ελλ. «καύκα» (= κρανίο, κεφαλή, Τουρκ, kafa). Ιδέ και διάσελο «Κιάφα» της κορυφογραμμής του Γράμμου πάνω από το Δέντσικο [8].

 

Κόκκινο το | Κοκκινός ο : Παραποτάμια στο Σαραντάπορο πλαγιά, της οποίας το έδαφος έχει κόκκινη απόχρωση, εξού και η ονομασία. Από εδώ περνούσε το μονοπάτι προς τη γειτονική Πυρσόγιαννη [39]. Ιδέ και «Κοκκινός» στη Σέλτση [41], «Κοκκινόης» στην Καστάνιανη [16].

 

Κόπανος ο : Περιοχή μακρινή στα ΒΔ, μεταξύ των θέσεων «Ασβέστη» και «Σιάδια», με αρκετά χωράφια άλλοτε. Δεν γνωρίζουμε τώρα κάτι που να δικαιολογεί  το γιατί ονομάστηκε έτσι, από το τοπικό «κόπανος» < αρχ. Ελλ. «κόπανον» (= ξύλο για κοπάνισμα)  < αρχ. Ελλ. «κόπος» (= κτύπημα).

 

Κορφνός ο : [Στ’ς Κορφνούς] Η κορυφαία γειτονιά του χωριού, οι κάτοικοι της οποίας λέγονται «Κορφνοί». Εξηγείται από το τοπικό «κορφνός» (= κορυφαίος, πρώτος, μπροστινός) < Ελλ. «κορυφή/κορφή».


 


Κουντίτσα η | Γκουντίτσα η : [Στ’ν Κουντίτσα > Σ’ Γκουντίτσα] Τοποθεσία στα Δ/ΝΔ του χωριού, πλησιόχωρη στο εξωκλήσι «Άι Βασίλης», με πολλά αμπέλια και χωράφια άλλοτε. Αποδίδεται είτε ως «Κοντινή», σε σχέση με το εξωκλήσι, από το Ελλ. «κοντά» (= πλησίον, εγγύς, σιμά) > παλ. Σλ. kodj (= παρά, κοντά, άγχι, έναντι), είτε ως «Κοντούλα», από το Ελλ. «κοντή» (= βραχύσωμη, μικρού αναστήματος, μικρού μήκους) + υποκορ. κατάληξη «-ίτσα», για αμφότερες τις εκδοχές.

Από το θέμα  kud-/gud- του παλ. Σλ. kuditi/guditi (= διαβάλλω, βλασφημώ, ψέγω) δεν βγαίνει λογική ερμηνεία, αφού, αντιθέτως, ήταν τόπος με αρκετά και καλά γεωργήματα.

 

Κουτσομύλια τα : Οι νερόμυλοι που υπήρχαν εδώ άλεθαν μόνο τη χειμερινή περίοδο που τα ρέματα είχαν νερό, γι’ αυτό τα ονόμαζαν έτσι.



Κροπνίτσα η | Κροπλίτσα η : Τοποθεσία στα ΒΑ του χωριού με πηγή, η οποία το καλοκαίρι ρέει στάγδην. Σε υποπεριοχή της ονομαζόμενη «Άι Νικόλας» θα υπήρχε άλλοτε ομώνυμο εξωκλήσι, του οποίου δεν σώζονται ίχνη. Αποδίδεται ως «Σταγονίτσα | Σταλίτσα», από το θέμα του παλ. Σλ. kroplja/kropa (= σταγόνα, στάλα, στίλη) και kropiti (= ραντίζω, Ρουμ. cropesc/stropesc) + Σλ. επιθετικό τέρμα –iça/ica.

 

Κρύα βρύσ(η) η : Λέγεται και έτσι η «Μεσοχωρίτικη βρύση», λόγω του κρύου νερού.


 


Λάζαρ(η) η | Λάζαρος ο : [Στ’ Λάζαρ’ > η Λάζαρ’] Πρόκειται για χωραφότοπο στα Ν/ΝΑ του χωριού. Κάποιος ονόματι Λάζαρος είχε εδώ κτήματα, και από αυτόν ονοματίστηκε η τοποθεσία.

 

Λαζινιά η : Μικρή τοποθεσία, κοντινή και Α του χωριού προς τη θέση «Σκέμπος». Αποδίδεται ως «Ξέφωτο», από το  Σερβ. lazina  (= τμήμα κομμένου δάσους, δηλ. ξέφωτο, ρόγκι στην τοπική γλώσσα) < Λατ. lacinia (= άκρα, γωνία, λωρίδα γης, τεμάχιο, τμήμα γης). Όρα ομοιόσημες «Λατζινιές» στο Κάντσικο [15], Σέλτση [41] και «Λαζίνια» στο Τούρνοβο [44].

 

Λα(μ)πάνσα η : [Στ’ Λαμπάνσα] Ομαλή περιοχή στα Α, με αμπέλια και χωράφια. Ερμηνεύεται ως «Στην Απλωσιά», από το Βλαχ. «La pansa» < Βλαχ. la (= στην) + Βλαχ. pansa (= απλωτή, εκτεταμένη - απλωσιά) < Λατ. pansa (= αναπεταμένη – πλατύποδη) < Λατ. pando (= εκτείνω, απλώνω, ανοίγω, πετάννυμι). Ιδέ ομοιόσημη «Πάδη» στη Ζέρμα [12], Κεράσοβο [17] και «Λα Πλατσιάσα» στο Παλαιοσέλι [33].  

 

Λιβάδ(ι) το : Υψηλόσταθμη τοποθεσία, καλός βοσκότοπος προβάτων, που μισθώνονταν σε νομάδες κτηνοτρόφους.

 

Μαύρος ο | Λάκκος της Μαύρου ο : Ρέμα πολύ μακρινό στα Β/ΒΑ του χωριού, στο σύνορο με την Πυρσόγιαννη [39]. Ίσως έχει μαύρο έδαφος στα πρανή του και ονομάστηκε έτσι, ή είναι βαθύς και σκοτεινός. Οι Πυρσογιαννίτες τον ονομάζουν και «Βαθύλακκο».

 

Μαχαλάς ο : Τοποθεσία με αρκετά χωράφια. Άλλοτε, εδώ υπήρχε μικρός οικισμός, ο οποίος κάποτε διαλύθηκε και οι κάτοικοί του εγκαταστάθηκαν στο σημερινό χωριό. Άφησε, όμως, το λεκτικό αποτύπωμά του στην περιοχή, γιατί στην τοπική γλώσσα «μαχαλάς» (= συνοικία, γειτονιά) < Τουρκ. mahala (= συνοικία).

 

Μέγα πηγάδ(ι) το : [Στο Μέγα π’γάδ’] Τοποθεσία με κρήνη και άφθονο νερό, στα Ν του χωριού, πλησιόχωρα στο εξωκλήσι «Άι Νικόλας». Στην τοπική γλώσσα «πηγάδι» (= βρύση, κρήνη). Όρα ίδια τοπωνυμία στη Ζέρμα [12].

 

Μελίσσ(ι) το : Θέση στα Δ του χωριού, όπου εύρισκαν σε κουφάλες δένδρων σμήνη από μέλισσες.

 

Μεσοχωρίτ(ι)κο το | Μασοχωρίτες οι : [Στο Μεσοχωρίτ’κο] Έτσι λέγεται η μεσαία συνοικία/γειτονιά του χωριού, η οποία έχει και τη δική της «Μεσοχωρίτικη βρύση». Γενικώς, στα άλλα Μαστοροχώρια, η κεντρική συνοικία ονομάζεται «Μεσοχώρι».

 

Μιχαλάκαινα η : [Στ’ς Μιχαλάκαινας] Έκταση Β του χωριού, ανάμεσα από στη θέση «Πέτρα του Άι Λιά» και το εξωκλήσι «Άγιοι Απόστολοι». Είναι κτητορωνυμία, από κάποια με αυτό το ανδρωνύμιο, σύζυγος ενός Μιχαλάκη/Μιχάλη.

 

Μοναστήρ(ι) το : Μέρος με πολλούς κήπους στα Β και σχετικά κοντά στο χωριό, όπου παλιά θα υπήρχε μοναστήρι. Τώρα εκεί είναι κτισμένο το εξωκλήσι «Αγία Τριάδα». Θρυλείται πως ήταν αφιερωμένο στον άγιο Συμεών τον Στυλίτη και ότι, επειδή βρέθηκε κάποια μοναχή έγκυος, έκλεισε προς εξαγνισμό, και με τον καιρό εξαφανίστηκαν τα ίχνη του.

 

Μότσιαλ(η) η : Υγρότοπος στα Β του χωριού. Σημαίνει «Νερότοπος | Βαρικό», από το τοπικό «μοτσιάλα» (= μούσκεμα, διαβροχή) < γενικώς  Σλ. moçila (= νερότοπος, βαρικός τόπος, Σερβ. moçar, Ρουμ. mocirla) < παλ. Σλ. moça (= έλος), moçiti (= καταβρέχω, υγραίνω). Είναι σύνηθες τοπωνύμιο στα Μαστοροχώρια, π.χ. στο Κάντσικο [15], Ζέρμα [12], Πυρσόγιαννη [39] και αλλού.

 

Μπανιώτ(η)ς ο : [Στ’ Μπανιώτ’] Τοποθεσία με πολλά ποτιστικά κηπάρια, στα ΒΑ του χωριού, όχι και πολύ μακριά. Είναι κυριωνυμία, από έναν με επώνυμο ή παρωνύμιο Μπανιώτης, ο οποίος θα είχε κτήμα εδώ. Ίσως θα ήταν κάποιος που διαχειρίζονταν τα «Μπάνια/Λουτρά» στο χωριό Ίσβορος και να τον ονόμαζαν έτσι. Όρα ίδια τοπωνυμία στον Ίσβορο [13]. Το επώνυμο αυτό δεν το θυμούνται στο χωριό.

 

Μπορίκια τα :  Μέρος στα Δ του χωριού με πολλά πεύκα, που συμπεριλαμβάνει και μια μεγάλη, σχεδόν κατακόρυφη, εδαφική κατακρήμνιση. Ερμηνεύεται ως «Πεύκα», από το επιχώριο «μπορίκα» (= δενδρύλλιο πεύκης, πίτυς, Αλβ. borikë-a) < Σλ. bor (= πεύκο, πίτυς). Όρα ίδια τοπωνυμία στο Λεσκάτσι [22], Φυτόκο [46] και αλλού.


 


Μπουγάτ(ι)σ(ι) το : [Στο Μπουγάτ(ι)σ’] Περιοχή ΒΑ του χωριού, πολύ παραγωγική, με άφθονα νερά και πολλούς ποτιστικούς κήπους. Αποδίδεται ως «Εύφορο | Πλούσιο | Πολύκαρπο», απευθείας από το παλ. Σλ. bogatici (= πλούσιος, Σερβ./ Βουλγ./Ρουμ. bogat, Αλβ. bugat – Λατ. dives) < παλ. Σλ. bogj (= θεός, Λατ. deus - πλούτος).

 

Μπουζπάρτ(ι) το | Γκουζπάρτ(ι) το : Πολύ μακρινό μέρος ανήλιο και ψυχρό, στα Δ του χωριού, προς τη θέση «Καρ(γ)υά» και τα σύνορα με την Πλάβαλη [35]. Αποδίδεται ως «Κρύο μέρος | Ψυχρότοπος», από το Βλαχ. buz (= κρύο, παγετός) < Τουρκ. buz  (= πάγος, ψύχος) + Βλαχ./Ρουμ. parte (= μεριά, μέρος, τμήμα)  < Λατ. pars (= μέρος, μερίς, μέρος τόπου). Ιδέ ομοιόσημο «Ντριμπούζι/Τριμπούζι» στο Κάντσικο [15].

 

Μπούρια η : Τοποθεσία κειμένη χαμηλότερα από τον «Άι Μηνά», με μικρό διαμπερές σηραγγώδες σπήλαιο, όπου, καθώς πιστεύουν, κατοικούσε κάποια «Χάρη» (= καλή ξωτικιά) που γιάτρευε όσους το διέρχονταν. Ερμηνεύεται ως «Σήραγγα», από το παλ. Σλ. burja (= σήραγγα, Λατ. aestuarium -  ζάλη, λαίλαψ, καταιγίδα).


http://www.stratsiani.gr/news_info.php?data_id=88&pageNum=0&totalRows=16&timicat1=49748&timicat2=0&timicat3=0&timicat4=0&timicat5=0&timicat6=0&timicat7=0



 


Ξούλια η : [Στα Ιξούλια > Στα Ξούλια > η Ξούλια] Περιοχή στα ΒΑ με δάσος, χωράφια και βρύση με πολύ κρύο νερό, πάνω από την τοποθεσία «Σιάδια». Η ονομασία παραπέμπει σε φυτωνυμία. Αποδίδεται ως «Δέντρα με ιξό | Περιοχή με ιξό», από το Ελλ. «ιξός» (= το παρασιτικό φυτό δρυών και κωνοφόρων βίσκον το λευκόν, από τους κόκκους του οποίου παρασκευάζεται κόλλα) > τοπικό «οξιός» και υποκορ. «οξιούλης/οξούλης». Μάλλον εδώ μάζευαν ιξό από τα κωνοφόρα δένδρα, για να θρέφουν με το χλωρό φύλλωμά του τα αιγοπρόβατα την χειμερινή περίοδο.

Δεν είναι δυνατόν να προέκυψε η ονομασία από το Ελλ. «οξιά/οξυά», γιατί το μέρος δεν έχει καθόλου οξιές, οι οποίες φύονται σε μεγαλύτερα υψόμετρα.


 


Όρλα η : Μακρινός τόπος και βουνό στα Β/ΒΔ του χωριού, στα όρια με τον Ίσβορο [13], στον οποίο μερικώς ανήκει, Υπάρχουν αειθαλείς θάμνοι «ερείκης» (ρεικίτα και λιάνικο ρείκι, στην τοπική γλώσσα), το φύλλωμα των οποίων συνέλεγαν για χειμερινή χλωρή τροφή των αιγοπροβάτων. Ερμηνεύεται ως «Αετίνα | Αετός», από το παλ. Σλ. orjla (= η αετός, αετομάνα, αετίνα) > Βουλγ. orle (= αετόπουλο) και orlica (= αετίνα). Υπάρχει βουνό «Όρλιακας» στο νομό Γρεβενών. Κάπου στην περιοχή θα φώλιαζαν αετοί. Όρα ίδια τοπωνυμία στους Χιονιάδες [47], Τούρνοβο [44].

 

Ουμιαλός ο : [Στον Ουμιαλό] Εδαφική κατακρήμνιση/κατολίσθηση μεγάλου ύψους στα Δ του χωριού, κάτω από τη θέση «Μπορίκια». Ερμηνεύεται ως «Tόπος που κινήθηκε | Κατακρήμνιση», από το παλ. Σλ. umiljati > αναγρ. umjaliti (= κινώ, κατακινώ, μετακινώ, Λατ. commovere). Ιδέ ομοιόσημη «Ουμιαλούρα» στο Λούψικο [24], ομοίως για κατολισθαίνοντα τόπο.


 


Παλιουριά η : [Στ’ν Παλιουριά > Σ’ Μπαλιουριά] Το μέρος κείται ΝΑ του χωριού, χαμηλότερα από το εξωκλήσι «Αγία Μαρίνα» και έχει πολλά θαμνώδη παλιούρια, αρχ. Ελλ. «παλίουρος» (= είδος ακανθώδους θάμνου). Ιδέ και «Παλιούρια» στη Μόλιστα [27].

 

Παλιόσπιτα τα : Η περί το εξωκλήσι «Άι Σωτήρας» περιοχή, εγγύτατα στο χωριό, όπου, κατά τα λεγόμενα στο χωριό, υπήρχε άλλοτε οικισμός..

 

Παλιοχώρ(ι) το : Στη θέση αυτή υπήρχε, πάλαι ποτέ, μικρός οικισμός, ο οποίος συγχωνεύτηκε με τη σημερινό χωριό. Ερείπια κτισμάτων είναι εμφανή εκεί, ενώ υπάρχει και βρύση. Χαμηλότερα, επί του Σαρανταπόρου ποταμού, υπήρχε η «γέφυρα Στράτσιανης».



Πανάρατος ο : Κακοτράχαλος τόπος γεμάτος λιθάρια και βράχους, κάτω από το «Σκέμπο». Αποδίδεται ως «Καταραμένος | Αφορισμένος», από το αρχ. Ελλ. «παν» + «αρατός» (= πλήρως καταραμένος).  Ιδέ ομοιόσημο «Αφουρισμένο» στο Κεράσοβο [17].

 

Παρπαλέτσ(ι) το : [Στου Παρπαλέτσ’] Απόμακρη κατάφυτη περιοχή στα ΒΔ του χωριού, στα όρια με τον Ίσβορο [13] και την «Κρούσια» της Πυρσόγιαννης [39]. Είναι ένας ανεμόδαρτος αυχένας, από όπου διέρχεται το μονοπάτι από τον Ίσβορο [13] προς Πυρσόγιαννη [39] και Στράτσιανη [43]. Αποδίδεται ως «Παλλόμενο | Σειόμενο», από το τοπικό «παρπαλλιέμαι» (= σπαρταρώ, σπαίρω, σφαδάζω όπως τα σφαζόμενα ζώα - ασπαίρω, Λατ. palpito, Αλβ. perpelitem, Βουλγ. pjrpam) < αρχ. Ελλ.  «παραπάλλομαι» (= πλησίον αναπηδώ/πάλλομαι/τινάσσομαι), επειδή τα δένδρα πάλλονται από τον άνεμο.

 

Παρπάρα η | Μπαρπάρα η : [Στ’ν Παρπάρα > Σ’ Μπαρπάρα] Περιοχή μακρινή στα Β/ΒΑ του χωριού, μεταξύ των θέσεων Βαθύλακκος» και «Σόγιου». Δείχνει για φυτωνυμία. Στα εδώ χωράφια θα αφθονούσε ένα  ζιζανιόχορτο, λεγόμενο τοπικώς «παράς» (= ζιζάνιο των σιτηρών που απολήγει σε δίλοβα μονόσπερμα κεράτια, ωσάν μικρά κέρματα/παράδες, ίσως η μπισκουτέλα η δίδυμος). Η ονομασία προέκυψε είτε με δίπλωση, είτε από το Αλβ. bar-i (= χόρτο, βότανο, χλόη, παλ. Σλ. tarj) + τοπικό «παράς». Ιδέ ομοιόσημο «Μπαρκούτι» στη Μόλιστα [27].

 

Πετρα του Άι Λιά η : Μεγάλος και διακριτός βράχος αρκετά κοντά στο εξωκλήσι του «Άι Λιά».

 

 


Πέτρα του Τζιούμα η : [Στ’ Τζιούμα τ’ μπέτρα] Περιοχή με λιθοσωρούς και βράχο/πέτρα στα Ν του χωριού. Είναι  κτητορωνυμία, από κάποιον Τζιούμα, άγνωστο τώρα στο χωριό. Αυτό το επώνυμο υπήρχε στον γειτονικό Ίσβορο [13], όπου ιδέ τοπωνυμία «Δέντρα Τζιουμάτικα».

 

Πηγάδ(ι) της Ράχ(η)ς το : [Στ’ς Ράχ’ς το π’γάδ’] Βρύση με κρήνη (πηγάδι, στην τοπική γλώσσα) στην κεντρική γειτονιά «Ράχη» του χωριού, με πολλούς κήπους.

 

Πηγαδούλ(ι) το : Θέση με μικρή πηγή (πηγαδούλι, στην επιχώρια γλώσσα) στα Β/ΒΑ του χωριού.

 

Πήρπηρας ο : [Στ’ Πήρπηρα] Βρίσκεται Δ του χωριού, πιο κάτω από τη θέση «Ασβεσταριά». Δείχνει για κτητορωνυμία, από κάποιον με επώνυμο Πήρπηρας, που κανείς δεν το θυμάται στο χωριό. Αυτό ερμηνεύεται από το Ελλ. «πέρπερος» (= κενόδοξος, περιαυτολόγος, κομπορρήμων, καυχησιάρης, αλλαζονευόμενος), {κατά την τροπή του τοπικού  «περπερούνα» > «πηρπηρούνα»}.

 

Πλάκα η : [Στ’ν Πλάκα > Σ’ Μπλάκα] Υπήρχαν εδώ, στα Β/ΒΑ του χωριού, σχιστόπλακες, με τις οποίες σκέπαζαν τις στέγες των σπιτιών του χωριού. Όρα ίδια τοπωνυμία στο Κάντσικο [15] και αλλού.

 

Πύργος ο : Το στρογγυλόσχημο βουνό  (1.419 μ) που υπέρκειται του χωριού. Εξ αυτού πήρε το χωριό το νέο του όνομα Πύργος [43], ονομασία απόλυτα συμβατή με την ερμηνεία της ονομασίας Στράτσιανη [43].


 


Ράχ(η) η | Ραχιώτες οι : [Στ’ Ράχ’ | Στ’ς Ραχιώτες] Το κεντρική συνοικία του χωριού, όπου είναι και η κεντρική πλατεία. Ονομάστηκε έτσι διότι βρίσκεται σε ραχιαία θέση με πανοραματική θέα. Ιδέ ομώνυμη συνοικία στον Ίσβορος [13] και Καστάνιανη [16].


 


Σάτ(ι)να η : [Στ’ Σάτ’να] Χαμηλόσταθμη τοποθεσία στα Ν του χωριού, εκτεινόμενη μέχρι τις όχθες του Σαραντάπορου ποταμού, με πολλά χωράφια άλλοτε. Αποδίδεται ως «Βρυχώμενη | Βρέμουσα | Βουϊστή», από το θέμα şjat- του παλ. Σλ. şjatati (= φρυάττω, βρέμω, βρυχώμαι, ψοφώ, θορυβώ, γογγύζω) + παλ. Σλ. επιθετική κατάληξη –jnj/-jna, και να δηλώνει το βουητό του ποταμού, ο οποίος εκεί στενεύει πολύ. Ιδέ και  «Βροντήσ(ι)», καθώς και ομοιόσημα: «Ρέπιτο» στη Ζέρμα [12], «Γκίμω» στο Κάντσικο [15]. Όρα ίδιο τοπωνύμιο στο Μποτσιφάρι [29].

Πιθανώς να σημαίνει και «Σκαλισμένη | Τσαπισμένη», από το Αλβ. shat-i/shatë-a (= τσαπί, τσάπα) και shatoj (= τσαπίζω), αν τα κτήματα που ήσαν εδώ τα καλλιεργούσαν κατά κανόνα με καλαμπόκι, το οποίο απαιτεί σκάλισμα με τσαπί. 

 

 Σελιό το : Τοποθεσία κοντινή στα Ν του χωριού, με γόνιμο έδαφος και πηγάδι/φρέαρ με ίβανο/κουβά (σιούκλος, στην τοπική γλώσσα) για πότισμα των ζώων. Τέτοια μέρη λέγονται τοπικώς «σελιά» < παλ. Σλ. selj/selo (= άρουρα, αγρός – χωριό - χώρα) > Αλβ. selishtë-a (= μικρός εύφορος αγρός κοντά στο σπίτι – λαχανόκηπος). Είναι σύνηθες τοπωνύμιο στα Μαστοροχώρια, π.χ. «Σελιά» στη Βούρμπιανη [2], Λεσκάτσι [22] και αλλού.

 

Σιάδια τα : Ομαλά υψηλόσταθμα λιβάδια κατάλληλα για προβατοτροφία. Είναι συνήθης τοπωνυμία στα Μαστοροχώρια και σημαίνει «Ισιάδια | Πεδία | Ίσια», π.χ. «Τρανά σιάδια» στο Κάντσικο [15].

 

Σιάδ(ι) του Γκουτζιά το : [Στ’ Γκουτζιά το σιάδ’] Μικρό οροπέδιο Β του χωριού, χαμηλότερα στο πρανές του βουνού «Πύργος». Κάποιος ονόματι Γκουτζιάς είχε δικαιώματα σ’ αυτήν εδώ τη θέση, άγνωστος πλέον στο χωριό.

 

Σιάδ(ι) του Κέκου το : [Στ’ Κέκου το σιάδ’] Ίσιο μέρος (σιάδι, στην τοπική γλώσσα) στα Β του χωριού, προς τις θέσεις «Πλάκα» και «Ξούλια», με αρκετά χωράφια. Κάποιος με επώνυμο Κέκος είχε εδώ μεγάλο κτήμα και από αυτόν πήρε το όνομα το μέρος.

 

Σιαφάρ(ι) το | Σιαφάρ(ης) ο : [Στου Σιαφάρ’ > το Σιαφάρ’] Απόμακρη και υψηλόσταθμη έκταση Β/ΒΔ του χωριού, με δάσος οξιάς, στα κορυφαία όρια με την Πυρσόγιαννη [39] και Ίσβορο [13], στα οποία μερικώς ανήκει. Είναι κτητορωνυμία, γιατί το επώνυμο Σιαφάρης/Σιάφαρης υπήρχε άλλοτε στο χωριό και το θυμούνται ακόμη οι ηλικιωμένοι.

Ίσως, όμως, να σημαίνει και «Σώρευμα φύλλων | Φορυτός», από το επιχώριο «σιάφαρα» (= συρφετός από φύλλα/κλαδιά) < αρχ. Ελλ. «σύρφαξ» (= συρφετός), και αναφέρεται στο παχύ στρώμα φύλλων κάτω από τις οξιές.

 

Σιόσν(η) η : [Στ’ Σιόσν’/Şosn’ > Στ’ Σιόσνου] Περιοχή στα ΒΑ του χωριού, κάτω από το «Μπουγάτισι», με χωράφια, από όπου αρχίζει η ζώνη των κωνοφόρων. Ερμηνεύεται ως «Έλατο», από το παλ. Σλ. sosnj (= έλατο). Κάποιο μεγάλο έλατο θα ήταν εδώ, χαρακτηριστικό σήμα του τόπου, και ονομάτισε το μέρος. Ιδέ ομοιόσημο «Έλια» στην Καστάνιανη [16] και «Έλατο» στο Κάντσικο [15]. Ίσως είναι ομοιόσημη και η διάβαση/αυχένας «Σουσνίτσα», ανάμεσα από Πεκλάρι [34] και Γρισμπάνι [7].

 

Σκάλα η : Απότομη πλαγιά με ελικοειδές μονοπάτι, δίκην κλίμακος, απέναντι από τη θέση «Ντέρτη» της Καστάνιανης [16]. Στα μέρη μας παρόμοιες δύσβατες τοποθεσίες από τις οποίες περνούν μονοπάτια οι γηγενείς τις ονομάζουν «σκάλες» < παλ. Σλ. skalá (= λίθος, γκρεμός, απορρώξ) < Λατ. scala (= κλίμαξ, αναβάθρα, σκάλα).

 

Σκάμνια τα : Μάλλον υπήρχαν εδώ πολλές «σκαμνιές» (= συκάμινος, μουριά)  και εξ αυτού ονοματίστηκε η τοποθεσία. Όρα «Σκαμνιές» στον Ίσβορο [13].

 

Σκέμπος ο : Θέση κοντά στο χωριό με βραχώδη κορυφή, η οποία ονομάτισε την τοποθεσία. Αποδίδεται ως «Βραχώδης γκρεμός», από το τοπικό «σκιέμπι/σκιέμι» (= ψηλός βράχος, πετρώδης γκρεμός) < Αλβ. shkemb-i (= βράχος). Όρα ίδια τοπωνυμία στη Σέλτση [41], Μπλήζιανη [28], Λούψικο [24].


 


Σκεμπούλ(η)ς ο : Θέση με βράχο στην περιοχή «Πανάρατος», κάτω από τον «Σκέμπο», του οποίου είναι υποκοριστικό.

 


Σμίξ(η) η : Η μισγάγκεια και η πέριξ περιοχή εκεί όπου το ρέμα που κατέρχεται από την μεριά του Ίσβορου [13] εκβάλλει και σμίγει με τον ποταμό Σαραντάπορο.

 

Σόγιου η : [Στ’ Σόγιου] Τοποθεσία ανήλια με χωράφια και κηπάρια. Σημαίνει «Σκιερή | Ανήλια», από το Σερβ. osoje (= τόπος σκιερός, ανήλιος, παλ. Σλ. osonje), το αντίθετο του Σλ. prisoje (= τόπος ευήλιος, προσήλιος), συνήθη επίθετα τόπων. Όρα ομοιόσημο «Νόσογιο» στο Τούρνοβο [44].

Από το παλ. Σλ. soja (= το πτηνό κίσσα, Σερβ. soja) δύναται να προκύψει λογική ερμηνεία, αφού οι κίσσες είναι πολλές όπου υπάρχουν κήποι.

 

Στάρα η : [Στ’ Στάρα] Μέρος προς τα Α του χωριού, κάτω από το εξωκλήσι «Άι Μηνάς», με πηγή, κήπους και αρκετά σιταροχώραφα. Φημολογείται ότι εδώ ήταν παλιά κάποιος μικροοικισμός. Αποδίδεται ως «Παλαιά | Αρχαία», εννοείται χώρα/χωριό, από το Σλ. stara (= γριά, γερόντισσα - παλιά, αρχαία), και αναφέρεται στον εξαφανισθέντα οικισμό. Ιδέ ομοιόρριζο οικωνύμιο Σταρίτσιανη [42].


    


Σταυρός ο : Θέση λίγο πιο πάνω από το χωριό, με εικονοστάσι. Εξ αυτού ονοματίστηκε η θέση, όπως συμβαίνει και σε άλλα Μαστοροχώρια.


 


Στράτσιαν(η) η : Είναι το παλιό όνομα του χωριού, το οποίο μετονομάστηκε σε Πύργος [43], από το υπερκείμενο βουνό «Πύργος». Ερμηνεύεται στο ειδικό κεφάλαιο «Ερμηνευτική προσέγγιση ονομάτων οικισμών/χωριών», με αριθ. 43.


 


Τόρκου η : [Σ’ν Τόρκου > Σ’ Ντόρκου] Αμπελική περιοχή με πολλά καρπερά χωράφια και αμπέλια. Η ονομασία δεν σχετίζεται με κανέναν Τούρκο. Αποδίδεται ως «Στρεμματισμένη», λόγω των αμπελιών, τα οποία απαιτούσαν, κατά την τοπική γλώσσα, «στρεμμάτισμα» (= βαθύ σκάψιμο με αναστροφή του χώματος). Εξηγείται από το Βλαχ. torku (= γυρίζω, αναστρέφω, στρέφω, Ρουμ. torc) < Λατ. torqueo (= στρέφω).

 

Τσερρίβραχος ο | Τσιρρίβραχος ο : Μέρος απόμακρο ΝΔ του χωριού, όπου υπάρχει ορατός βράχος και πολλές βαλανιδιές για κλαδονομή. Αποδίδεται ως «Δρυόβραχος | Βράχος με βαλανιδιές», από το τοπικό «τσέρρος/τσερράδι» (= είδος στενόφυλλης δρυός  με λευκότερο φλοιό, η δρυς η κηρρίς, αλλιώς δρυς η ευθύφλοιος, αρχ. Ελλ. «άσπρις/αλίφλοιος», Σλ. cer, Αλβ. qerr-i) < Λατ. cerrus (= είδος δρυός,) < αρχ. Ελλ. «κιρρός» (= υπόξανθος, κιτρινωπός).

Πιθανώς να σημαίνει και «Σχιστόβραχος», αν το πρώτο συνθετικό της ονομασίας προέρχεται από το Αλβ. cirem (= σχίζομαι, σχίζω), παρόλο που δεν πολυσυνηθίζεται η μίξη αλλοεθνών γραμματικών στοιχείων. Όρα ίδια τοπωνυμία στο Κεράσοβο [17].

 

Τσιαμάτες οι : Η κάτω συνοικία/γειτονιά του χωριού, η οποία έχει τη δική της «Τσιαμάτικη βρύση». Σε κάποιον γενάρχη με το επώνυμο Τσιάμος οφείλεται η ονομασία της συνοικίας. Το επώνυμο αυτό δεν είναι σε χρήση τώρα. Ιδέ «Τσιάμος» στον Ίσβορο [13].


 


Τσιουτσιάτες οι : Είναι η συνοικία/γειτονιά του χωριού που κείται πιο πάνω από τη γειτονιά «Τσιαμάτες», έχει τη δική της «Τσιουτσιάτικη βρύση», και όπου, κατά πάσα πιθανότητα, κάποτε κατοικούσε το γένος Τσιούτσιος/Τσιούτσης, άγνωστο τώρα ως επώνυμο στο χωριό. Το επίθετο αυτό υπάρχει σήμερα στην Μπλήζιανη [28].

Ενδεχομένως να σημαίνει και «Σκουφωτοί», από το τοπικό «τσιουτσιάτος» (= αυτός που φοράει σκούφο) και «τσιούτσια» (= κουκούλα, είδος σκούφου), απλολογία εκ του  Λατ. cuculla (= κάλυμμα κεφαλής). Όρα σχετική με σκούφο τοπωνυμία «Βρύση του Σιάπκα» στον Ίσβορο [13], «Σκούφα» στους Χιονιάδες [47].



Φίλ(ι)ππα η : [Στ’ Φίλ’ππα] Περιοχή μερικώςκρημνώδης παρά τον Σαραντάπορο ποταμό στα Ν του χωριού και πολλά δένδρα, όπου συνήθως έκοβαν κλαδί. Είναι κυριωνυμία. Κάποιος ονόματι Φίλιππος σχετίζεται με αυτήν την περιοχή. Όρα ίδια τοπωνυμία στο Κάντσικο [15].

 

Φούζια η : [Στ’ Φούζια/Φούσια] Είναι μια επίπεδη έκταση με γεωργήματα. Ερμηνεύεται ως «Κάμπος | Πεδιάδα», από το Αλβ. fushë-a (= πεδιάδα, κάμπος, πεδίο), όπως και είναι. Όρα ίδια τοπωνυμία στο Πληκάτι [37].

 

Ψώραβος ο : Κοντινή μικροτοποθεσία στα ΝΔ του χωριού, ανάμεσα στη θέση «Διάρραχο» και το εξωκλήσι «Άι Δημήτρης». Στην επιχώρια γλώσσα «ψώραβος» (= ψωριάρης, ο προσβεβλημένος από ψώρα). Μάλλον θα ήταν τόπος απομόνωσης κάποιου που έπασχε από ψώρα, για να προστατευτεί το χωριό. Ιδέ σχεδόν ομοιόσημη «Πανούκλα» στη Βούρμπιανη [2].

 

 

………………………………………………………………………………………….

Από το υπό έκδοση βιβλίο «ΤΟΠΩΝΥΜΙΑ ΚΑΙ ΟΙΚΩΝΥΜΙΑ ΤΩΝ ΜΑΣΤΟΡΟΧΩΡΙΩΝ ΤΗΣ ΚΟΝΙΤΣΑΣ», του Θωμά Β. Ζιώγα, Μαστοροχωρίτη, εκ Δροσοπηγής.


Φωτογραφίες :Φάνης Βαρδάκης





bullet hover email hover menu arrow